-Θὰ δικαστῇς γιὰ μειοδοσία ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν, γρύλλισε φανερὰ ἐξωργισμένος ὁ Τσαλντεᾶνος καὶ τὰ κρόσσια τῶν φανταχτερῶν ἐπωμίδων του πήγαιναν πέρα δῶθε καθὼς κουνοῦσε μὲ δύναμι τοὺς ὥμους του.
-Ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν! τραύλισε ψιθυριστὰ κάποιος ὑπολοχαγὸς δίπλα μου κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν δύστυχο πρίγκηπα Ῥῆτζεντ.
-Μᾶλλον τὴν ἔχει ἄσχημα, πρόσθεσα σκύβοντας στὸ ἀφτί του. Ποιός εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς;
-Ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν! τραύλισε ψιθυριστὰ κάποιος ὑπολοχαγὸς δίπλα μου κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν δύστυχο πρίγκηπα Ῥῆτζεντ.
-Μᾶλλον τὴν ἔχει ἄσχημα, πρόσθεσα σκύβοντας στὸ ἀφτί του. Ποιός εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς;
Ο ἐπιθεωρητὴς Τὲν Μπὰξ ξεφύλλιζε τὴν ἀτζέντα του ὅταν μιὰ καλοδεχούμενη αὔρα χάιδεψε τὸ πρόσωπό του. Κάποιος εἶχε ἀνοίξει τὴν βαριὰ ξύλινη πόρτα κι εἶχε κυριολεκτικὰ εἰσβάλει στὸ μικρὸ καφὲ φέρνοντας μαζί του κάτι ἀπὸ τὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῶν δρόμων τῆς πόλεως. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” φώναξε μόλις κατάφερε νὰ δαμάσῃ τὸ λαχάνιασμά του, “γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπιθεωρητά! Τί εἶναι πάλι αὐτό;”. Μόνο τότε ὁ ἐπιθεωρητὴς Μπὰξ παρατήρησε πὼς ὁ παράξενος νεραὸς κράδαινε μιὰ τσαλακωμένη ἐφημερίδα μὲ τὸ δεξί του χέρι. Ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὅτι αὐτὸς ὁ ἀσουλούπωτος φωνακλᾶς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιὰ μπορεῖ τελικὰ καὶ νὰ μὴν έρχόταν κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ την διαδήλωσι, ὅπως ἀρχικὰ εἶχε ὑποθέσει μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποὺ τοῦ ἔριξε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονταν ἀκόμη συνθήματα, ὅμως τίποτε στὰ μάτια τοῦ νεαροῦ δὲν πρόδιδε πρόσφατη ἐπαφὴ μὲ δακρυγόνα. “Κι ὅμως” συλλογιζόταν ὁ Μπάξ, “εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἔχουν πέσει πολλὰ ἀπὸ δαῦτα”. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” οὔρλιαξε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ νεοφερμένος κι ὁ σερβιτόρος ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔδειχνε νὰ μὴ νοιάζεται καθόλου βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ μπὰρ καὶ μὲ μεγάλα ἀπειλητικὰ βήματα προχώρησε βουβὸς πρὸς τὴν μισάνοιχτη ἀκόμη πόρτα. “Ὁ πρίγκηπας Ῥῆτζεντ δικάζεται αὔριο ἀπὸ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν!” πρόλαβε νὰ πῇ τελικὰ ὁ σγουρομάλλης κι ἔπειτα, σὰν γιὰ νὰ κορυφώσῃ τὴν δραματικότητα τῆς σκηνὴς σωριάστηκε φαρδὺς πλατὺς μ’ὅλους τοὺς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε περίπου πόντους του στὰ πλακάκια τοῦ πατώματος. “Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο!”μονολόγησε ἀμήχανα ὁ σερβιτόρος ἐν ᾦ ὁ πάντα ἀτάραχος Μπὰξ ἔσβηνε τὸ τσιγάρο του στὸ γυάλινο τασάκι τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀπὸ τὸ ἤχεῖο πίσω του οἱ πρῶτες νότες τῆς Ἐνάτης τοῦ Μποχεμιὰν διαδέχονταν μιὰ ὄχι καὶ πολὺ εὐχάριστη στ’ ἀφτιά του ἄρια ἀπὸ τὴν “Βασίλισσα τῶν Spades” .
Ὅτι ὁ καθηγητὴς Ῥεβιστὶνκτ εἶχε σ’ὅλη τὴν Νομανσλάνδη τὴν φήμη τοῦ δικηγόρου τῶν ἀδικημένων ἦταν κοινὴ γνῶσι ἀκόμη καὶ σὲ ξένους ὅπως ἐγώ. Ἐκεῖνος ὁ κοντόχοντρος συνταγματολόγος μὲ τὸ γκρίζο μουστάκι, τὰ ὁλοστρόγγυλα καὶ βαλμένα σὲ χρυσὸ σκελετὸ ματογυάλια του, τὶς μαῦρες τιράντες καὶ τὸ ἐμπριμέ παπιγιὸν ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας συγκρατοῦσε μιὰ συνεχῶς ἔτοιμη νὰ ξεχειλίσῃ πλαδαρὴ μᾶζα λαιμοῦ ἦταν γιὰ περισσότερες ἀπὸ τρεῖς δεκαετίες ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλων τῶν ἐπὶ πτυχίῳ φοιτητῶν τῆς Νομικῆς. Ἂν καὶ εἶχαν περάσει περισσότεροι ἀπὸ ἕξι μῆνες ἀπὸ τὸ τελευταῖο του μάθημα μέσα στὸ μεγάλο ἀμφιθέατρο τῆς Σχολῆς, ἕνα μάθημα ποὺ ὅπως μὲ διαβεβαίωνε σὲ κάθε εὐκαιρία ὁ Μπὰξ εἶχε προσελκύσει ὡρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ὀνόματα τοῦ παγκόσμιου ἀκαδημαϊκοῦ στερεώματος ὅπως τὸν περιώνυμο δόκτορα Τάλαντ Μπλὲντ ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ καμμιὰ τριακοσαριὰ τίτλους δημοσιεύσεων μετροῦσε στὸ ἐνεργητικό του καὶ περισσότερα ἀπὸ 4 παγκόσμια πρωταθλήματα σκακιοῦ, ἐν τούτοις δὲν εἶχε πάψει ἀκόμη νὰ διατηρῇ τὸ δικό του γραφεῖο στὸ Πανεπιστήμιο. Ὄχι ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα βέβαια, ἦταν κάτι ποὺ ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλους τοὺς ὁμότιμους, μόνο ποὺ ἐκεῖνοι εἶχαν παραιτηθῆ ἀπὸ τὸ τελευταῖο τους αὐτὸ δικαίωμα ἀναγνωρίζοντας τὰ τεράστια χωροταξικὰ προβλήματα τοῦ ὑπερτετρακοσιετοῦς ἱδρύματος. Οἱ κακὲς γλῶσσες πάντως δὲν εἶχαν σταματήσει ἀκόμη νὰ ὑπενθυμίζουν στοὺς πιὸ ἀνυποψίαστους ὅτι ἐν ᾧ ἡ συνταξιοδότησι τῶν ἄλλων καθηγητῶν συνωδευόταν ἀπὸ μιὰ ἐυγενικὴ ὑπόμνησι αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν προβλημάτων σύμφωνα μὲ μιὰ ἐθιμικὰ πιὰ παγιωμένη πρακτικὴ τῆς κοσμητείας, γιὰ τὸν καθηγητὴ Ῥεβιστὶνκτ τηρήθηκε μιὰ διακριτικὴ σιωπή. “Σίγουρα οἱ σχέσεις τοῦ καθηγητῆ μὲ τὸν πρίγκηπα Ῥῆτζεντ μέτρησαν” εἶπε ὁ Μπὰξ καὶ μοῦ ‘κλεισε μὲ νόημα τὸ μάτι καθὼς ἀνεβαίναμε τὰ σκαλιά. Ὁ ὅροφος μὲ τὰ γραφεῖα τῶν καθηγητῶν ἔμοιαζε περισσότερο μ’ἕναν μακρὺ διάδρομο γεμᾶτο μὲ πόρτες σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς πλευρές του. “Καὶ πῶς θὰ βροῦμε τώρα τὸ γραφεῖο τοῦ Ῥεβιστίνκτ;” ῥώτησα λαχανιασμένος ὅταν μὲ τρόμο σχεδὸν διαπίστωσα ὅτι στὶς πόρτες δὲν ὑπῆρχε κανενὸς εἴδους ἀρίθμησι. “Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο εὔκολο” ἀποκρίθηκε ὁ Μπὰξ καὶ χαμογέλασε ἰσιώνοντας τὸ καπέλο του. “Στὸ ἐξωτερικὸ ὑπέρθυρο τοῦ γραφείου του θὰ δῇς ἕνα μεγάλο πορτραῖτο τοῦ Μπασὲν ντὲ Λάντρ”. Ἤθελα νὰ ῥωτήσω πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ πορταῖτο νὰ βρίσκεται ἀκόμη στὴν θέσι του, μὰ γρήγορα θυμήθηκα πὼς δὲν βρισκόμουν πιὰ στὴν Ἑλλάδα κι ἔτσι ἀρκέστηκα μόνο νὰ ἐκφράσω τὴν δεύτερη ἀπορία μου: “Γιατί εἰδικὰ τοῦ Κόμητος ντὲ Λὰντρ;”. Ἀλλὰ ἀντὶ γι’ἀπάντησι ὁ Μπὰξ ἄφησε ἕναν σιγανὸ ἀναστεναγμὸ νὰ δραπετεύσῃ ἀπὸ τὰ ξεραμένα του χείλη καὶ μοῦ ‘κανε νόημα νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου.
“Ἀλήθεια, Τέν”, εἶπα στὸν Μπὰξ μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο ποτήρι ουΐσκι, “ποτὲ δὲν μοῦ μίλησες γιὰ τὸ ὄνομά σου”. Ὕστερα ἀπὸ τὴν δολοφονία τοῦ Γιάζντι εἴχαμε κι οἱ δυὸ ἀνάγκη νὰ ξεφεύγουμε ποῦ καὶ ποῦ ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεσι τῶν γεγονότων ἀποφεύγοντας συστηματικὰ νὰ μιλήσουμε γι’αὐτὰ καὶ μεταθέτοντας μὲ μιὰ σιωπηρὴ συμφωνία τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ μερικὰ πιὸ ἀνώδυνα -καὶ λίγο πιὸ προσωπικά- ζητήματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πολωνοῦ ὁδηγοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ χρόνια μὲ συνώδευε στὶς πιὸ δύσκολες ἀπὸ τὶς δημοσιογραφικές μου ἀποστολές, νεκροῦ μέσα στὸ τεθωρακισμένο αὐτοκίνητο ποὺ μοῦ εἶχε παραχωρηθῇ ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος καὶ μὲ μιὰ σφαῖρα φυτεμένη στὸν δεξιό του κρόταφο δἐν ἔλεγε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ μυαλό μου. “Ὁ πατέρας μου” τραύλισε ὁ Μπὰξ καὶ μιὰ ὑπογάλαζη τολύπη καπνοῦ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του ἔμεινε νὰ ἑνώνῃ τὴν μεταξύ μας ἀπόστασι σὰν τροχιοδεικτικὸ τῶν μισοσβημένων του λέξεων, “ὁ πατέρας μου εἶχε τὴν ἴδια σκοτεινιὰ στὸ βλέμμα του”. Δὲν χρειάστηκε νὰ μοῦ πῇ περισσότερα. Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι μιλοῦσε γιὰ τὴν σλάβικη μελαγχολία τῶν ματιῶν τοῦ Γιάζντι, αὐτὴ ποὺ ἔμελλε νὰ σκεπάσῃ τελικὰ τὸ πρόσωπό του σὰν νεκρικὴ μάσκα. “Τέν” προσπάθησα νὰ τοῦ πῶ, ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲ διέκοψε ἀπότομα μ’ἕνα του νεῦμα. Ξανάβαλε ποτὸ ἀφήνοντας τὴν ἀπόστασι ἀνάμεσα στὸν πάτο τοῦ ποτηριοῦ του καὶ στὴν ὑγρὴ ἐπιφάνεια τοῦ περιεχομένου του νὰ μεγαλώσῃ ἐπικίνδυνα. “Ὁ πατέρας μου ἀγαποῦσε πολὺ τὸ θέατρο, Τσέτσνια” εἶπε τελικὰ καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἡ στάθμη τοῦ ποτηριοῦ του ἔπεσε στὸ μισό. “Λάτρευε νὰ βλέπῃ ξανὰ καὶ ξανὰ ἐπὶ χρόνια τὴν ἴδια παράστασι, κάθε χρόνο μὲ ἄλλους ἠθοποιούς καὶ κάθε φορὰ εὕρισκε κάτι καινούργιο νὰ πῇ”. Σταμάτησε λίγο προσπαθῶντας μάταια νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησί του. Ἴσως νἄθελε ν’ἀποφύγῃ κάποιο σπάσιμο τῆς φωνῆς. ” Θυμᾶμαι πόσο πολὺ ἐνθουσιαζόταν καὶ πῶς μιλοῦσε συνέχεια γι’αὐτό”. “Γιὰ ποιό ἔργο μιλᾷς Τέν;” ῥώτησα χωρὶς νὰ σταματήσω στιγμὴ νὰ κοιτάζω τὴν Μουλὲν ποὺ χαμογελοῦσε μὲ ἐνοχλητικὴ εἰλικρίνεια σὲ κάποιον μελαμψὸ νεαρὸ ἀπὸ τὴν παρέα τοῦ τραπεζιοῦ της. “Γιὰ τὸν Γυάλινο Κόσμο μιλάω Τσέσνια” ἀπάντησε ὁ Μπὰξ καθὼς ἕνας ἄλλος νεαρός ἀπὸ τὸ παραδίπλα τραπέζι -ξανθὸς αὐτός- εἰσέπραττε τὸ ψυχρὸ βλέμμα τῆς ἐντυπωσιακὰ χτενισμένης συνοδοῦ του ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὶς δικές του κλεφτὲς ματιὲς στὴν Μουλέν. “Τὸ πραγματικό μου ὄνομα εἶναι Τενεσί, Τσέσνια” συνέχιζε ὁ Μπάξ, “ἀπὸ τὸν Τενεσὶ Οὐίλλιαμς”. Ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες ἡ πληροφορία αὐτὴ θὰ εἶχε προκαλέσει ἕνα κῦμα εἰρωνικοῦ γέλωτος ἀπὸ μεριᾶς μου, ὅμως τώρα ὁ μελαμψὸς νέος ἔπιανε τὸ χέρι τῆς Μουλέν κι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἐγκρίνω.
“Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας βδομάδα ὁ ξένος ἐπισκέπτης καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι ἡ Νομανσλάνδη εἶναι ἡ χώρα ποὺ σὲ ὅλους κάτι θυμίζει. Ἄν ἡ Ἀγγλία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βουλὴ περηφανεύεται καὶ γιὰ τὴν βουλὴ τῶν Λόρδων ὅλοι ξέρουν πὼς στὴν Νομανσλάνδη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βουλὴ ὑπάρχει καὶ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν. Καὶ ἂν στὴν Ἀγγλία οἱ λόρδοι φοροῦν ἀκόμη πουδραρισμένες περουκίτσες, στὴν Νομανσλάνδη ἀποτελεῖ ἱερὴ σχεδὸν παράδοσι ἡ ἄφιξι τῶν μελῶν τοῦ Συμβουλίου στὸ περίφημο πιὰ κτίριο τῶν συνεδριἀσεων, κι ἄλλοτε κάστρο τοῦ βαρώνου Μούτινγκ, μὲ τέθριππες ἅμαξες. Οἱ περισσότερο ἐνημερωμένοι ἀπὸ σᾶς θὰ θυμᾶστε τὸ ἱπτάμενο τσίρκο τοῦ φὸν Ῥιχτχόφεν, μόνο ὅμως ὅσοι ταξιδέψετε στὴν Νομανσλάνδη θἄχετε τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσετε μιὰ ἀληθινὰ ὀνειρικὴ ἐμπειρία πετῶντας μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ “φτερωτὰ βουβάλια”, τὰ καμάρια τῆς Ῥὲντ Ἄι, τῆς κρατικῆς πολιτικῆς ἀεροπορίας τῆς Νομανσλάνδης”. Ἔκλεισα τὸν ταξιδωτικὸ ὁδηγὸ μ’ἕναν ἀναστεναγμὸ ποὺ ὁ Μπὰξ κατὰ τὴν προσφιλῆ τακτική του δὲν ἄφησε ἀσχολίαστο. “Ποιοί δαίμονες σὲ κυνηγοῦν πάλι Τσέσνια;” ῥώτησε. Ἕνα ἀπότομα φρενάρισμα τοῦ ταξιτζῆ μὲ τίναξε ἴσια μπροστά, κι ὰν δὲν φοροῦσα ζώνη ἀσφαλείας οἱ δαίμονες ποὺ ἔλεγε ὁ Μπὰξ θὰ χόρευαν ἤδη γύρω ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ καζανιοῦ μου. Ἀναπόλησα τὸ ἁπαλὸ τσούλημα τοῦ παραδομένου στὰ ἐπιδέξια χέρια (καὶ πόδια) τοῦ Γιάζντι αὐτοκινήτου, ἀλλ’αὐτὴν τὴν φορὰ κατάφερα νὰ συγκρατηθῶ κι ἔτσι ἡ θλιβερὴ θύμησι σβήστηκε μέσα μου πρὶν προλάβῃ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ στόμα μου ὑπὸ τὴν μορφὴ ἀναστεναγμοῦ. “Ἡ βιβλιοθήκη εἶναι δύο στενὰ παρακάτω” μουρμούρισε αὐστηρὰ ὁ ταξιτζῆς. Ἀπὸ το καθρέφτη τοῦ παρμπρὶζ μποροῦσα νὰ δῶ μόνο τὸ πρόωωρο ἀναφάλαντωμά του: μιὰ κατάμαυρη ὀξυνώνια τριχωτὴ χερσόνησος διεισέδυε σὲ μῆκος ἀρκετῶν πόντων στὸ κάτασπρο καὶ γυαλιστερό του κούτελο. Πειρσσότερο φαινόταν σὰν νὰ κρέμεται, ὅπως κρεμόταν μπροστὰ ἀπ’ τὴν ὀθόνη ἡ γωνία ἀπὸ τὸ πετσετάκι ποὺ ἔβαζε πάνω στὴν τηλεόρασι ἡ γιαγιά μου. Τρίτος ἀναστεναγμός. Κι αὐτὸς σβησμένος πρὶν ἐνωθῇ μὲ τὸν ἀέρα. “Ἄσε μας ἐδῶ” γαύγισε ἀπότομα ὁ Μπὰξ κι ἕνα ἀκὀμη ξαφνικὸ φρενάρισμα μ’ἔκανε νὰ πιστέψω γιὰ λίγο στὴν Μόρα. Εὐτυχῶς κατάλαβα ἀπὸ τὸ ἑπόμενο κιόλας δευτερόλεπτο ὅτι ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τὴν ζώνη. “Καταραμένε Μπάξ!” σκέφτηκα, ἐκεῖνος ὅμως ἤδη ἔχωνε τὸ χέρι του στὴν τσέπη. Ἀσυναίσθητα τὄχωσα κι ἐγώ. Ἀνατρίχιασα μόλις ἡ χαρτονένια γωνία τσίμπησε τ’ἀκροδάχτυλά μου. Τὴν εἶχα ξεχάσει ἐκεῖ μέσα. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ ὁ ῥεσεψιονὶστ μοῦ πάσσαρε τὸν κίτρινο φάκελο μὲ σφραγίδα ταχυδρομείου Ἀργεντινῆς. Ὡραία κάρτ-ποστάλ. Μπουένος Ἄιρες αὐτὴν τὴν φορά. Τὴν φανταζόμουν μέσα στὴν ἀσπροκόκκινη στολὴ τῶν ἀεροσυνοδῶν τῆς Ῥὲντ Ἄι ποὺ τόσο μὲ ἄναβε κι ἄρχισα νὰ δαγκώνω τὰ χείλη μου ὅπως ἔκανα πάντα ὅταν ξεχνιόμουν. “Θὰ βγῇς καμιὰν ὥρα; Ἔχω γίνει μούσκεμα ἐδῶ ἔξω” ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Μπάξ. Ὑπερβολές. Ἀφ’ οὗ κρατοῦσε μιὰ ὀμπρέλλα ἵσαμε τὸν θόλο τοῦ Ἰνστιτούτου Σκὸτ Πόλαρ λὲς κι εἶχε βγῆ ἀπὸ φὶλμ νουὰρ τοῦ Κάουαρντ Ῥόμπερντ Φόρντ. Ἡ εἰκόνα τῆς Μουλὲν μέσα στὴν στολή της δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ νοῦ μου οὔτε κὰν ὅταν πιασμένοι ἀγκαζὲ σὰν ζευγαράκι, γιὰ νὰ χωρᾶμε κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλλα, ἀνεβαίναμε τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης. Ἡ κὰρτ ποστὰλ παρέμενε πεισματικὰ στὴν τσέπη μου μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ στὴν στέπη τοῦ Μπὰξ φώλιαζε μόνιμα τὸ γεμᾶτο καναπουτσάρ του.
Ἄν οἱ νότες ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ πλανόδιου ἀκκορντεονίστα δὲν γέμιζαν μὲ τὴν μελαγχολικὴ μελῳδία τους τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγορᾶς, τίποτε δὲν θ’ἀπόμενε νὰ δείχνῃ πὼς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν τὸ κέντρο μιᾶς ὁλοζώντανης μεγαλουπόλεως. Οἱ καταστηματάρχες τῆς ὁδοῦ Λόβερκραφτ δὲν εἶχαν ἐκεῖνο τὸ χειμωνιάτικο πρωινὸ ἰδιαίτερους λόγους νὰ δείχνουν εὐχαριστημένοι: τὸ τελευταῖο μισάρωρο τὰ ῥολὰ στὶς βιτρίνες τῶν μαγαζιῶν τοῦ ἐμπορικώτερου δρόμου τῆς Νομανσλάνδης ἔμοιαζαν μὲ τὰ στημένα κομμάτια τοῦ ντόμινο ποὺ πέφτουν στὴν σειρὰ σπρωγμένα διαδοχικὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ ἄλλου. Πράγματι, μόλις ὁ φύλακας τοῦ μεγάλου κινηματοθέατρου στὴν διάστιξι τῶν ὁδῶν Λόβερκραφτ καὶ Γουόλπουργκις κλείδωσε τὴν βαριὰ σιδεριὰ ποὺ ἀμπάρωνε τὴν δυσθεόρατη τζαμαρία τοῦ καταστήματος, οἱ ὑπόλοιποι μαγαζάτορες, λὲς καὶ περίμεναν κάτι τέτοιο γιὰ σύνθημα, ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τον ἄλλον νὰ κατεβάζουν ῥολὰ καὶ νὰ κλειδαμπαρώνουν εἰσόδους.Τὸ παράδοξο αὐτὸ κῦμα χρειάστηκε μόλις τριάντα λεπτὰ τῆς ὥρας γιὰ νὰ διανύσῃ ὅλη τὴν ἀπόστασι ἀπὸ τὴν διασταύρωσι τοῦ μεγάλου κινηματοθεάτρου στὴν ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ Λόβερκραφτ μέχρι τὸ νούμερο 216 στὸ ἄλλο ἄκρο της. Ἔτσι ὅταν ὁ ταμίας τοῦ ἐστιατόριου “Λότζ” ἔχοντας μόλις κλειδώσει τὴν πόρτα τοῦ πιὸ φημισμένου ἀριστροκρατικοῦ στεκιοῦ τῆς πόλεως ἔβαζε πλώρη γιὰ τὸ σπίτι του καθὼς τίναζε ἀπὸ τὸ πέτο τοῦ σακκακιοῦ του ἕνα μικρὸ ξερὸ φυλλαράκι ποὖχε πέσει ἐκεὶ ἀπὸ τὴν γέρικη ἀκακία στὴν ὁποία δικαιωματικὰ τὰ τελευταῖα πενήντα χρόνια ἀνῆκε ἡ ἀριστερὴ γωνιὰ τοῦ πεζοδρομίου, δὲν εἶχε καὶ πολὺ καθαρὸ μυαλὸ γιὰ νὰ παρατηρήσῃ τὸν ξεχασμένο ἔξω ἀπὸ τὸ κατάστημα μαυροπίνακα μὲ τὸ μενοῦ τῆς ἡμέρας. Ἤ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶχε ἁπλῶς ὄρεξι γιὰ ἐπιπλέον καθυστέρησι. Ὅπως καὶ νἆχε τὸ πρᾶμα ὅποιος ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ εἶχε τὴν κακὴ ἰδέα νὰ περάσῃ ἔξω ἀπὸ τὸ 216 τῆς ὁδοῦ Λόβερκραφτ μποροῦσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπιγραφὲς τῶν κλειδαμπαρωμένων καταστημάτων, νὰ διαβάσῃ μὲ μεγάλα κεφαλαῖα γράμματα, καμωμένα ἀπὸ φτηνὴ σχολικὴ κιμωλία, καὶ τὸ -καθόλου φτηνὸ- πιάτο τῆς ἡμέρας τοῦ “Λὀτζ”. “ΤΟΥΡΜΠΟΝ ΜΕ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ” διάβασε ἀπὸ μέσα του χωρὶς νὰ μπορέσῃ νὰ συγκρατήσῃ ἕνα ἀνθυπομειδίαμα ποὺ φανέρωνε μιὰ κάτασπρη λευκὴ γραμμὴ πίσω ἀπὸ τὴν ῥοδαλὴ αὐλαία τῶν χειλιῶν του κι ὕστερα ἔμεινε σταματημένος μπροστὰ ἀπὸ τὴν βιτρίνα ἑνὸς βιβλιοπωλείου, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ διαβάσῃ τοὺς τίτλους τῶν βιβλίων πίσω ἀπὸ τὸ μεταλλικὸ ῥολὸ μὲ τὴν ἴδια ἄνεσι ποὖχε διαβάσει τὰ λευκὰ γράμματα τοῦ μαυροπίνακα. “Γιὰ δές!” ἀκούστηκε ξαφνικὰ μιὰ γνώριμη φωνὴ πνιγμένη σὲ δυνατὰ χάχανα.”Ὁ παλιόφιλος ὁ Κλὶν Σέβαν ἔχει τρελλαθῆ τελείως! Κάθεται καὶ χαζεύει μιὰ ὁλοσδιόλου ἀόρατη βιτρίνα!”. Ἡ ἐντυπωσιακὰ ταχυκίνητη πηγὴ αὐτῆς τῆς βροντερῆς φωνῆς εἶχε βγάλει τὸ καπέλλο της σ’ἔνδειξι χαιρετισμοῦ κι εἶχε τώρα πλησιάσει γιὰ τὰ καλὰ τὸν νεαρὸ περαστικό. “Πόσο καιρὸ ἔχουμε νὰ σὲ δοῦμε στὸ ἀμφιθέατρο, Κλίν;”συνέχισε στὸν ἴδιο τόνο καθὼς ἡ παλάμη του προσγειωνόταν φιλικὰ στὸν ὧμο τοῦ φίλου του. “Σὲ νομίζουμε πιὰ γιὰ πεθαμένο!” εἶπε τελικὰ κι ἕνα νέο κῦμα γέλιου ἐκτοξεύτηκε πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ ἄλλου μαζὶ μὲ μερικὲς πιστιλιὲς σάλιου. “Μπάυρον Χάουσμαν!” ἀναφώνησε ὁ ἄλλος σὰν νὰ προσπαθοῦσε τόση ὥρα νὰ καταλάβῃ ποιός τοῦ μιλοῦσε. “Ὄχι, μὰ τὰ δώδεκα βαρέλια μπύρας ποὺ σπάσαμε πέρυσι στὶς μπυραρίες τῆς Γουόλπουργκις, δὲν τρελλάθηκα ἀκόμη παλιόφιλε! Ἁπλῶς μ’ἀρέσει πολὺ αὐτὸς ὁ καταραμένος ὁ ἀκκορντετονίστας κι εἶπα νὰ στηθῶ ἐδῶ στὴν γωνιὰ νὰ τὸν ἀκούσω λίγο”. “Πάντα ὁ ἴδιος Κλίν!” φώναξε ὁ ἄλλος μὲ τὸ μόνιμα ἐνθουσιῶδες ὕφος του. “Μὰ γιὰ ποιὸν ἀκκορντεονίστα μοῦ μιλᾷς λοιπὸν διαολεμένε;” ῥώτησε ὑψώνοντας τὸ δάχτυλο πρὸς τὴν μεριὰ τῆς ἀκακίας. “Γι’αὐτὸν ἐκεῖ ποὺ τὸν μαζεύουνε σὰν ἀδέσποτο κουτάβι;”. Ὁ Κλὶν γύρισε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ κεῖ ποὺ τοῦ ‘δειχνε ὁ συμφοιτητής του. Πράγματι, μιὰ περίπολος βλοσυρῶν Τσαλντεάνων μὲ στολὲς γεμᾶτες ἀστραφτερὰ κουμπιὰ ποὺ γυάλιζαν στὸν χειμωνιάτικο ἥλιο τραβοῦσε ἀπὸ τὰ χέρια τὸν κακόμοιρο μουζικάντη. Ἐκεῖνος ἐπιχειροῦσε ν’ἀντισταθῇ ξεφεύγοντας κάποτε κάποτε μέσα ἀπὸ τὶς χεροῦκλες τῶν ἀπειλητικῶν μουστακαλήδων, μὰ στὸ τέλος φαίνεται πὼς κατάλαβε τὸ μάταιο τῶν προσπαθειῶν του κι ἀφέθηκε στὶς διαθέσεις τῶν διωκτῶν του ποὺ τώρα τὸν ἔσερναν μακρυὰ ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῶν δύο ἀργόσχολων νεαρῶν. “Μά τί συμβαίνει;” ῥώτησε ὁ Κλὶν μὲ ἀληθινὴ ἀπορία ζῳγραφισμένη στὸ λεπτεπίλεπτο, σχεδὸν κοριτσίστικο, πρόσωπό του. “Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο!” κραύγασε ὁ Μπάυρον! “Μὴ μοῦ πῇς ὅτι δὲν γνωρίζεις πὼς σὲ λίγο ὁ δρόμος θὰ γεμίσῃ μὲ ἅμαξες, ἄλογα, περοῦκες, λόρδους καὶ κάθε λογῆς λογῆς μασκαραλίκια! Ξύπνα, Κλίν, ποῦ ζῇς; Δικάζεται ὁ Ῥῆτζεντ σήμερα ἀπὸ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντῖν!”. Κι ἔτσι ὅπως μιλοῦσαν οἱ δυὸ φίλοι οὔτε ποὺ τὸ πῆραν χαμπάρι ὅτι κόντευαν σὲ λίγο νὰ φτάσουν σὲ κεῖνες τὶς μπυραρίες, γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν ζημιῶν τῶν ὁποίων οἱ καημένοι οἱ πατεράδες τους εἶχαν πληρώσει πέρυσι τὸ διόλου εὐκαταφρόνητο ποσὸ τῶν ἕξι χιλιάδων μπρικιῶν σὲ νομίσματα τῶν πεντακοσίων, παναπῇ μὲ μιὰ ντουζίνα χάρτινα πορτραῖτα τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος, τοῦ Τσίνγκ. Στὴν ὁδὸ Λόβερκραφτ 216 κινοῦνταν τώρα μόνο τὰ κλαδιὰ τῆς γέρικης ἀκακίας κι ἡ σημαία στὴν πρεσβεία της Ἀπωνίας, ἕναν ὄροφο πάνω ἀπὸ τὸ ἐστιατόριο “Λότζ”.
Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον, τὸ ῥαμόνι. Ὁ Μπλὲντ ἀπὸ τὴν πύλη. Ὁ Ῥεβινστὶκτ ἀπὸ τὴν πύλη. Μὲ τοὺς ὑπηρέτες. Μὲ τὶς περοῦκες. Μὲ τὰ γοβάκια καὶ τὶς κορδέλλες καὶ τὰ μπαστουνάκια καὶ τὰ βαριὰ χαλιὰ τῶν διαδρόμων, μὲ τὶς ἀτελείωτες σειρὲς τῶν κάδρων στοὺς τοίχους, μὲ τὰ φῶτα τῶν πολυελαίων, μὲ τὰ φῶτα τῶν παραθύρων μὲ τὰ φῶτα τῶν φλάς. Μὲ τὶς ἅμαξες. Μὲ τὶς ὑποκλίσεις. Μὲ τὸ πρωτόκολλο. Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον, τὸ ῥαμόνι. Μὲ τὶς τεθωρακισμένες κοῦρσες. Μὲ τοὺς φουσκωτοὺς ποὺ φορᾶνε μαῦρα γυαλιά κι ἀνοίγουν τὶς πόρτες καὶ σκύβουν μέχρι τὴν ἄσφαλτο –πῶς τὸ κάνουν;– καὶ βλέπεις τὴν μέση τους καὶ νομίζεις θὰ σπάσῃ καὶ βλέπεις τὸ σκίσμο τοῦ σμόκιν καὶ θαρρεῖς ὅτι χράτς! θ’ἀνεβῇ μέχρι τὸν σβέρκο καὶ βλέπεις τὸ βάδισμά τους καὶ σοῦ ‘ρχεται ἀναγούλα καὶ ψάχνεις νὰ φτύσῃς καὶ ψάχνεις ποῦ νὰ φτύσῃς καὶ νὰ μὴ λερωθῇ τὸ σάλιο σου καὶ βλέπεις τὰ σιδερένια κάγκελλα μὲ τὸ οἰκόσημο καὶ βλέπεις πάνω πάνω ποὺ τὰ κάγκελλα καταλήγουν μυτερὰ σὰν λόχγες κι ἀρχίζεις καὶ λογαριάζεις κι ἀρχίζεις καὶ μετρᾷς μὲ τὰ δάχτυλα ποιοὺς νὰ πρωτοκαρφώσῃς σ’ἐκεῖνες τὶς μύτες κι ἀρχίζεις καὶ φαντάζεσαι ἤδη τὸ αἷμα τους νὰ τρέχῃ, νὰ τρέχῃ, Ἄρσον, πάνω στὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ κυλάῃ μέσα στ’ἀυλάκια, μέσα στοὺς ἁρμοὺς γύρω γύρω ἀπὸ τ’ ἄσπρα πλακάκια καὶ βλέπεις ποὺ τώρα σκύβουν μὰ τὰ μάτια τους εἶναι γεμᾶτα τρόμο κι ὲσὺ χαίρεσαι, Ἄρσον –ἢ δὲν χαίρεσαι Ἄρσον;– κι ἐσὺ βλέπεις Ἄρσον ἢ δὲν βλέπεις Ἄρσον; Δὲν βλέπεις Ἄρσον, ἐσὺ δὲν βλέπεις τὴν πύλη, ἐσὺ δὲν βλέπεις τοὺς ὑπηρέτες μὲ τὶς περοῦκες, δὲν βλέπεις τὴν παρέλασι τῶν κάδρων στοὺς τοίχους τοῦ διαδρόμου, ἐσὺ μόνο ἀκοῦς, Ἄρσον, ἐσὺ δὲν βλέπεις, ποῦ νὰ δῇς μέσα στὸ σκοτάδι, ἐσὺ ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, Ἄρσον, ἐσὺ στὴν ζούλα, ποὺ σὲ μπάζει ὁ σταυλίτης, κι εἶναι μιλημένος, δὲν θὰ μιλήσῃ, δὲν τὸν βολεύει νὰ μιλήσῃ, τὸ ξέρεις, καὶ σέρνεσαι στὶς κατακόμβες καὶ γδέρνεις τὰ γόνατά σου, πάντα τὰ γδέρνεις, Ἄρσον, κάθε φορά, δὲν μπορεῖςνὰ μὴ τὰ γδάρῃς,, τί νὰ φορέσῃς νὰ μὴ γδέρνεσαι, δὲν μπορεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ φορέσῃς ἐπιγονατίδες, πῶς θὰ σέρνεσαι μετά, ἔχεις κι ἐκείνη τὴν σφαῖρα ἀκόμη μέσα σου, κι ὅλο σέρνεσαι καὶ σέρνεσαι , ἐσὺ δὲν βλέπεις, ἐσὺ μόνο ἀκοῦς, τι νὰ δῇς μέσα στὴν σκοταδίλα, ἐσὺ μόνο ἀκοῦς, κι ἀκοῦς ἀκόμη τὶς κραυγές τῶν παλιῶν καταδίκων κι ὅλο σέρνεσαι μέσα στὰ παλιὰ μπουντρούμια στὰ ὑπόγεια κι ἀπὸ πάνω τὰ κάδρα κι ἀπὸ πάνω τὰ χαλιὰ κι ἀπὸ πάνω οἱ πολυέλαιοι κι ἀπὸ πάνω τὰ μπαστουνάκια καὶ τὰ φλὰς κι οἱ φουσκωτοὶ μὲ τὰ γυαλιὰ καὶ τὰ σκισίματα στὰ σμόκιν κι ὲσὺ μόνο σέρνεσαι καὶ τὸ ξέρεις ποὺ σὰ θὰ φτάσῃς στὸ μεγάλο μεσαιωνικὸ μπουντρούμι θὰ τὸν δῇς, Ἄρσον, καὶ θἆναι ἐκεῖ μπροστά σου ντυμένος μὲ μιὰ μαύρη μάλλινη κάππα σὰν τὸν τελευταῖο τσομπάνη τῆς Νομανσλάνδης καὶ πάνω στὸ κεφάλι του θὰ φοράῃ ἕνα μεγάλο σκοῦφο καὶ θἆναι ἴδιος καλόγερος μὲ τὸ ἄσπρο του τὸ μοῦσι, Ἄρσον, ἔτσι θἆναι, πῶς ἀλλιῶς; Τί θέλεις, Ἄρσον, νἄρχεται γιὰ σένα ντυμένος μὲ τὴν μεγάλη του στολή; Νὰ φοράῃ τὸ στέμμα του, Ἄρσον; Τί θέλεις λοιπόν, πές το! Θέλεις νἄρχεται καὶ νἆναι ὅπως πάνω στὰ μπρίκια, ὅπως πάνω στὰ δέκα ἑκατομμύρια θὲς νἆναι; Θὲς μήπως νὰ φοράῃ καὶ τὰ γάντια του Ἄρσον; Πάντα ἔτσι θἄρχεται Ἄρσον. Δὲν μπορεῖ νἄρχεται ἀλλιῶς γιὰ νὰ σὲ δῇ. Καὶ θὰ σοῦ λέῃ«κάψε». Κι ἐσὺ θὰ καῖς. Καὶ θὰ σοῦ λέει «σκότωσε». Κι ἐσὺ θὰ σκοτώνῃς. Καὶ θὰ σοῦ λέῃ «κλέψε». Κι ἐσὺ θὰ κλέβῃς. Κι ἡ φάτσα σου θὰ κρέμεται παντοῦ σὲ παλιόχαρτα κι ἀπὸ κάτω θὰ γράφῃ «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ», πάντα θὰ γράφῃ «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ» τί ἄλλο θὲς δηλαδὴ νὰ γράφῃ, Ἄρσον; Θὰ γράφῃ «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ» κι ἐσὺ πάλι δὲν θὰ δίνῃς δεκάρα τσακιστή, γιατὶ ὑπάρχει ἐκεῖνος, Ἄρσον, ἐκεῖνος μέσα στὴν μαύρη κάππα, ἐκεῖνος μέσα στὸ σκοτεινὸ μπουντρούμι, ἐκεῖνος πάνω στὰ δέκα ἑκατομμύρια καὶ θὰ μυρίζῃς ξανὰ μέχρι καὶ τὰ χνῶτα του, καὶ θὰ παρατηρῇς ξανὰ τὶς ῥυτίδες του στὸ φῶς τοῦ κεριοῦ καὶ θὰ σιχένσαι καὶ πάλι. Ὅμως τώρα κάτι μπορεῖ νὰ γίνῃ, Ἄρσον. Ποιός ξέρει; Ἴσως νὰ πιάσαν τόπο τὰ λεφτά. Ἴσως ἡ μούρη του νὰ χρησίμεψε καὶ σὲ κάτι. Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον, τώρα θἆναι δικό σου. Τὸ ῥαμόνι. Τώρα θὰ χλομιάσῃ ἐκεῖνος. Τώρα ἐκεῖνος θὰ συρθῇ. Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον. Τώρα μόνοι. Ἐσὺ κι αὐτός.
«Κύριε, τὸ ῥόζ σας πουκάμισο εἶναι στὰ ἄπλυτα». «Κύριε, ὁ ἀμαξᾶς ἀπὸ τὸ Μέγαρο Μούτινγκ εἶναι ἔξω καὶ σᾶς περιμένει». «Κύριε, μιὰ κοπέλλα στέκεται στὴν πίσω πόρτα καὶ θέλει λέει νὰ σᾶς δῇ ἐπειγόντως!». Ὁ Κρισέικς δὲν ἤξερε γιὰ ποιόν ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλους τοὺς λόγους ποὺ τοῦ ἀνακοίνωναν κάθε δύο-τρία λεπτὰ τὰ μέλη τοῦ πολυάριθμου ὑπηρετικοῦ του προσωπικοῦ ἔπρεπε νὰ αἰσθάνεται ἄγχος. Βρισκόταν μὲ τὰ μαλλιά του μόλις μισοστεγνωμένα ἀπὸ τὸ πρωινό του μπάνιο καὶ μὲ τὰ ῥὸζ του ἐσώρουχα γιὰ μόνο κάλυμμα τοῦ κορμιοῦ του (ποὺ ἤδη εὶχε ἀρχίσει νὰ φανερώνει τὰ πρῶτα σημάδια τῆς μέσης ἡλικίας) μπροστὰ ἀπὸ τὸν μεγάλο παλιὸ ἀριστοκρατικὸ καθρέφτη τοῦ σαλονιοῦ του ποὺ καταλάμβανε σχεδὸν ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἀριστεροῦ τοίχου. Αὐτὸς ὁ καθρέφτης ἦταν τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο ἀριστοκρατικὸ στοιχεῖο τῆς οἰκίας Κρισέικς. Ὁ ἔνοικος τῆς ὁδοῦ Γραφημῶνος 12 ἦταν αὐτὸ ποὺ οἱ Ῥωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν homo novus, κάτι σὰν τὸν Κικέρωνα δηλαδή. Στὸν ἴδιο τὸν Κρισέικς ἄρεσε πολὺ νὰ τονίζῃ τὶς ὁμοιότητές του μὲ τὸν ὡρκισμένο ἐχθρὸ τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου, ἂν καὶ πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατέρας τοὺ Κρισέικς ἀνῆκε « εἰς τὴν ἱππάδα τάξιν» (αὐτὸ στὰ παλιὰ νομανσλανδικὰ ἔφτιαχνε ἕνα πολὺ ὡραῖο λογοπαίγνιο γιατὶ ἀκουγόταν κάπως σὰν «ῥὸζ ἐπιδερμίδα» στὰ ἀγγλικά) δὲν ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ κοινὰ μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν: παρ’ ὅλη του τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ βιβλία ὁ Κρισέικς δὲν ἔπιανε τὴν πέννα του παρὰ μόνο γιὰ νὰ βάζῃ τὴν ὑπογραφή του, συνήθως σὲ ἐμπορικὰ ἀξιόγραφα ἢ σὲ ψηφίσματα τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ντίν καὶ οἱ ὅποιες ῥητορικές του ἱκανότητες ἐξαντλοῦνταν σὲ μερικὲς ξεσηκωμένες ἀπὸ τὸ διαδίκτυο ἀτάκες, προοωρισμένες γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸ ταχύτερο δυνατὸν στὸ κρεβάτι του ὅποιο νυμφίδιο τοῦ γυάλιζε στὰ νυχτερινὰ καταγώγια ποὺ συνήθιζε νὰ σπαταλᾷ τὸν χρόνο του καὶ τὴν περιουσία του. Τὸ κακὸ μὲ τὸν ἐκκεντρικὸ ἐρωτύλο ποὖχε κληρονομήσῃ κάποια ἰσόβια πρόσοδο, ὑπεραρκετὴ γιὰ τὰ ἐξίσου ἰσόβια βίτσια του, ἀπὸ τὸν πατέρα του (Τσαλντεᾶνο ὑπαξιωματικὸ τοῦ ἱππικοῦ ὁ ὁποῖος στὶς ἐσχατιὲς τοῦ μᾶλλον μονότονου βίου του τὄχε ῥίξει μὲ ἀπρόσμενη ἐπιτυχία στὶς ἐπιχειρήσεις) ἦταν πὼς ἐν ᾧ ἀπὸ κάποια βιωματικὴ ἐπιφύλαξι ξόδευε ὅλη του τὴν σχολαστικότητα ὅταν ἐπρόκειτο νὰ τοῦ ζητηθῇ ἡ ὑπογραφὴ καὶ τοῦ πλέον ἀσήμαντου καὶ τυπικοῦ ἐγγράφου, στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ λέγεται ὅτι ἕνας ἄντρας ὀφείλει νὰ προσέχῃ ἐξ ἴσου δὲν ἐπιδείκνυε καθόλου μὰ καθόλου τὴν ἴδια προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια. Εἴτε γι’αὐτὲς του τὶς ἀτασθαλίες εἴτε γιὰ τὴν κάποια μυστηριώδη προτίμησί του σὲ ὅλες τὶς πιθανὲς ἀποχρώσεις τοῦ ῥόζ, ὁ μεγαλοαστὸς εἰσοδηματίας Δὸν Ζουὰν τῆς Νομανσλάνδης ποὖχε καταφέρει μιὰ χαρὰ νὰ εἰσέλθῃ στὸ κλὰμπ τῆς παραδοσιακῆς ἀριστοκρατίας καὶ νὰ γίνῃ μάλιστα καὶ μέλος τοῦ συμβουλίου τοῦ Ντίν (τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί δὲν μαθεύτηκε ποτὲ ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν ἐκφράστηκε δυσφορία ἀπὸ τὸν Τύπο) ἦταν γνωστὸς στοὺς κοσμικοὺς κύκλους περισσότερο μὲ τὸ σκωπτικό του προσωνύμιο «Ῥὸζ Μαρκήσιος» παρὰ μὲ τὸ φτωχὸ καὶ μπανὰλ ἀστικό του ὄνομα. «Κύριε, ἐκείνη ἡ γυναῖκα στὴν πίσω πόρτα φωνάζει καὶ λέει ὅτι ὰν δὲν τὴν ἀφήσουμε νὰ περάσῃ θὰ κάνῃ τέτοιο σαματᾶ ποὺ θὰ ταρακουνηθοῦν μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα ἱπτάμενα βουβάλια τῆς Ῥέντ Ἄι». «Κύριε, ὁ ἁμαξᾶς λέει ὅτι σὲ μία ὥρα ἀρχίζει ἡ δίκη κι ὅτι ἂν δὲν σᾶς μεταφέρῃ ἐγκαίρως στὸ Μέγαρο Μούτινγκ θὰ χάσῃ τὴν δουλειά του. Λέει ὅτι τοῦ λείπουν μόνο μερικὰ ἔνσημα γιὰ νὰ βγῃ στὴν σύνταξι κι ὅτι κανεὶς στὸν 21ο αἰῶνα δὲν θὰ προσλάμβανε ἕναν ἀπολυμένο ἁμαξᾶ». «Κύριε, ὑπάρχει διαθέσιμο τὸ ἐφεδρικὸ ῥὸζ πουκάμισο, ἀλλὰ ἡ ἄσπρη περοῦκα χρειάζεται λίγο κερὶ πρὶν μπῇ ἡ πούδρα καὶ μᾶς ἔχει τελειώσει». Ὁ Κρισέικς πλησίασε τὸ πρόσωπό του τόσο κοντὰ στὸ γυαλὶ τοῦ μεγάλου καθρέφτη ποὺ ἡ ἄκρη τῆς μύτης του ἔσμιξε μὲ τὴν ἄκρη τῆς μύτης τοῦ εἰδώλου του σ’ ἐσκιμώικο χαιρετισμό. Μὲ μεγάλη σοβαρότητα καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ τοὺς κοπετοὺς τῶν ὑπηρετῶν του ἔσπασε ἕνα μικρὸ σπυράκι πάνω ἀπὸ τὸ ἀριστερό του φρύδι κι ὕστερα σκούπισε τὸ πύον μὲ τὴν ἄκρη τοῦ βρεγμένου μπουρνουζιοῦ ποὺ κρατοῦσε σιωπηλὸς ὁ τέταρτος ὑπηρέτης του. «Φέρτε τὸν ἁμαξᾶ μέσα» εἶπε ἤρεμα μὲ τὴν αἰσθαντικὴ φωνή του καὶ χωρὶς νὰ σηκώσῃ καθόλου τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν καθρέφτη «καὶ κεράστε τον ἕνα φλυντζάνι τσάι τριαντάφυλλο. Βοηθάει τὰ νεῦρα». «Ὅσο γιὰ ἐκείνη τὴν γυναῖκα στὴν πόρτα» πρόσθεσε καθὼς παγίδευε ἀνάμεσα στὰ νύχια τῶν δύο δεικτῶν του ἕνα ἀκόμη σπυρὶ στὸ καλοξυρισμένο του πηγοῦνι «μάθετε τὸ ὄνομά της καὶ μετὰ βλέπουμε». «Μάλιστα κύριε» ἔκαναν ταυτοχρόνως σὰν συνεννοημένοι οἱ δύο ὑπηρέτες καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὸ σαλόνι ἀνταλλάζοντας ἀμοιβαῖα βλέμματα σχετλιασμοῦ γιὰ τὴν ἀρρωστημένη συνήθεια τοῦ κυρίου τους νὰ ἐξαρτᾷ τὶς σεξουαλικὲς του ἐπιδόσεις ἀπὸ διάφορα χημικὰ σκευάσματα ποὺ γέμιζαν τὸ πρόσωπό του ἀκμὴ καὶ τὴν πίσω ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ του ἔξαλλες δεσποινίδες. «Κι ἐσύ» πρόσταξε ὁ Κρισέικς τὸν τρίτο ὑπηρέτη, «τράβα σ’ἀυτὸν ἐκεῖ τὸν Ἰταλὸ μουζικάντη ποὺ μένει λίγο παρακάτω, στὸν πῶς τὸν λένε, τὸν Ῥοβιόλι καὶ ῥώτα τὸν ἂν ἔχῃ καθόλου κερί, θαρρῶ αὐτοὶ ἀλείφουν μὲ ἕνα εἰδικὸ κερὶ τὰ δοξάρια τους, δὲν ξέρω ἂν κάνῃ ἀλλἀ τέτοια ὥρα τέτοια λόγια, τράβα λοιπόν!». «Μὰ τὶ ἀνοησίες!» μουρμούρισε ὁ Κρισέικς λίγο μονολογῶντας καὶ λίγο ἀπευθυνόμενος στὸν ὑπηρέτη μὲ τὸ μπουρνούζι. «Εἶναι δυνατὸν νὰ δικάζουν γιὰ μειοδοσία τὸν πρίγκηπα Ῥῆτζεντ; Δηλαδὴ πῶς μπορεῖ ἕνας διάδοχος νὰ εἶναι προδότης; Νοεῖται προδοσία κατὰ τοῦ θρόνου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν μελλοντικὸ κάτοχο τοῦ θρόνου;». «Λένε πὼς ἦρθε συνεννόησι μὲ τοὺς Ἄπωνες…» «Ἀνοησίες!» ἐπανέλαβε ὁ Κρισέικς διακόπτοντας τὸν ὑπηρέτη. «Νομίζω πὼς θἆναι πολὺ εὔκολο νὰ ξεμπροστιάσω ὅλη αὐτὴν τὴν ἀηθεια!» ψιθύρισε μονολοῶντας στὰ σίγουρα τώρα κι ἄρχισε νὰ φαντάζεται παλι τὸν ἑαυτό του σὰν Κικέρωνα ποὺ θὰ ξεσκέπαζε τὸν Κατιλίνα. «Κύριε» εἶπε μὲ ἀκύμαντη φωνὴ μπαίνοντας ξανὰ στὸ δωμάτιο ὁ ὑπηρέτης ποὺ εἶχε σταλῆ στὴν πίσω πόρτα, «κύριε» ἐπανέλαβε κρατῶντας μὲ τὴν ἀνοιχτή του παλάμη τὸ δεξί του μάγουλο, «αὐτὴ ἡ γυναῖκα δὲν κρατιέται μὲ τίποτε, μόλις μοῦ ἔρριξε ἕνα χαστοῦκι τόσο δυνατὸ ποὺ κόντεψα νὰ χάσω τὸ δόντι μου». «Μὰ ποιὰ εἶναι τελοσπάντων;» ζήτησε νὰ μάθῃ ὁ Κρισέικς φανερὰ ἐκνευρισμένος καὶ σήκωσε ἐπιτέλους γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ μισὴ ὥρα τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν καθρέφτη. «Λέει ὅτι τὴν λένε Λεβαντίνη, κύριε» ἐξήγησε ἀτάρραχος ὁ ὑπηρέτης «κι ὅτι εἶναι ἔγκυος. Ἂν κρίνω ἀπὸ τὴν λεκάνη της ἔχει μᾶλλον δίκαιο».
«Καὶ τί κατάλαβες ἀπὸ ὅλα αὐτὰ;» ῥώτησα τὸν Μπὰξ καθὼς πατοῦσα τὸ κουμπὶ μὲ τὴν ἔνδειξι 0. Τὰ δυὸ φύλλα τῆς πόρτας τοῦ ἀσανσὲρ ξεδιπλώθηκαν σὰν πολυκαρτποστὰλ μέχρι ποὺ ἑνώθηκαν πέντε περίπου ἑκατοστὰ μπροστά ἀπὸ μένα σὲ μιὰ ἐπίπεδη μεταλλικὴ πλάκα. «Τσέσνια», μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος παίζοντας στὰ χέρια του τὸ καπέλο του, «αὐτὴ ἦταν μιὰ ἐρώτησι ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχω κάνει ἐγώ». Ἀπὸ τὸ ὕφος του κατάλαβα ὅτι βρισκόταν καὶ πάλι στὴν συνηθισμένη του κατάστασι, στὴν ἄκρως φυσιολογικὴ καὶ κανονικὴ γιὰ τοὺς ἄνθρώπους τοῦ εἴδους του: ἔπλεε σ’ἑνα πέλαγος ναρκισσιστικῆς ἐγωπάθειας μὲ τὴν σιγουριὰ τριακοσίων θαλασσόλυκων. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη δὲν ἤμουν γι’αὐτὸν παρὰ ἕνα ἀσήμαντο κι ἀνεπαίσθητο κυματάκι καὶ θὰ παρέμενα τέτοιο ἀκόμη κι ἂν τοῦ ἀποδείκνυα αὐτοστιγμεῖ τὸ πέμπτο αἴτημα τοῦ Εὐκλείδη. «Τὸ κολπάκι μὲ τὸ ἄγραφο μπλὸκ τὸ βρῆκα πολὺ φτηνὸ πάντως». «Ὄντως» μοῦ ἀποκρίθηκε χωρὶς κἂν νὰ γυρίσῃ νὰ μὲ κοιτάξῃ «στοίχισε μόλις τρία λουμπέσα. Τὸ χαρτοπωλεῖο ξεπουλοῦσε λόγῳ μετακομίσως καὶ ὅπως καταλαβαίνεις δὲν ἄντεξα στὸν πειρασμό». Δὲν ξαναμιλήσαμε μέχρι ποὺ βρεθήκαμε στὸ ἰσόγειο. Ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ μὴ τοῦ ἀπευθύνω τὸν λόγο πρῶτος καὶ τὸ πεῖσμα μου ἔδειχνε νὰ ἀποδίδῃ, γιατὶ τελικά, καθὼς ἔχοντας ἤδη βγεῖ ἀπὸ τὸ ἀσανσὲρ πλησιάζαμε τὴν ἔξοδο τοῦ νοσοκομείου φόρεσε τὸ καπέλο του καὶ μοῦ εἶπε: «Τί σοῦ γράφῃ λοιπὸν ἐκείνη ἡ Μουλέν σου; Σ’ἀγαπᾷ ἀκόμη;». Ἤμουν ἔτοιμος νὰ ἐπιτρέψω τὴν ἀπόδρασι σ’ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μακροσκελὲς καὶ ἀρκετὰ ἐμπνευσμένο ὑβρεολόγιο ποὺ εἶχε στριμωχτῆ γιὰ τὰ καλὰ πίσω ἀπὸ τὰ ἑρμητικὰ σφραγισμένα χείλη μου, τὰ ἑνωμένα ὅπως καὶ τὰ φύλλα τῆς πόρτας τοῦ ἀσανσὲρ ποὺ μόλις εἴχαμε ἀφήσει πίσω μας κατὰ μῆκος μιᾶς ἐξαιρετικὰ λεπτῆς ἀλλὰ κι ἐνοχλητικὰ ὑπαρκτῆς γραμμῆς, ὅταν ἀναλογιζόμενος τὸ πόση ἐπιπλέον καθυστέρησι θὰ σήμαινε γιὰ μένα ἕνας ἐκτονωτικὸς μὲν ἀνούσιος δὲ καυγᾶς μὲ τὸν πιο πεισματάρη ἀστυνομικὸ τῆς Νομανσλάνδης ἀποφάσισα τελικὰ νὰ περιοριστῶ σ’ἕνα πολὺ δειλὸ καὶ συμφιλιωτικὸ «τί ἐννοεῖς;». Ὁ Μπὰξ σήκωσε ἀδιάφορα τοὺς ὥμους του σὰν νὰ τὸν εἶχα ῥωτήσει γιὰ τὸ βαρομετρικὸ τῆς βόρειας Ῥωσίας κι ὕστερα μουρμούρισε σὲ τόνο ἀποφθεγματικό: «Νομίζω πὼς τελικὰ οἱ γυναῖκες ἔχουν τοὺς λόγους τους νὰ μὴν ἐνδιαφέρωνται γιὰ τοὺς ἔξυπνους ἄνδρες: κι οἱ ἴδιες τὸ ξέρουν, καλύτερα ἀπ᾽τὸν καθένα, πὼς μόνο ἕνας πραγματικὰ ἠλίθιος θὰ εἶχε τὴν ἀφέλεια νὰ προσφέρῃ ἀκίνδυνη γι᾽ αὐτὲς ἀγάπη». Ἡ τελευτία του λέξι ἔφτασε στ’αὐτιά μου τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ ψυχρὸς πρωινὸς ἀέρας τῆς αὐλῆς τοῦ νοσοκομείου χτύπησε τὸ πρόσωπό μου, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν εἶμαι σὲ θέσι νὰ ξεχωρίσω τί ἀπὸ τὰ δύο ἔφταιγε γιὰ τὸ ἀπότομο τσίμπημα ποὺ ἔνιωσα κάπου στὰ περίχωρα τῆς καρδιᾶς μου. «Ὑπονοεῖς ὅτι εἶμαι ἠλίθιος, Τέν;» ῥώτησα «ἢ ἁπλῶς ἔχεις λόγους νὰ μισῇς τὶς γυναῖκες;». Ὁ Μπὰξ σήκωσε καὶ πάλι ἀδιάφορα τοὺς ὤμους λὲς κι οἱ δυὸ πιθανὲς ἐξηγήσεις μου σήμαιναν περίπου τὸ ἴδιο πρᾶγμα. «Ἂς πάρουμε τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ» εἶπε τελικὰ κι ἡ φωνή του ἀκούστηκε ἐλάχιστα διαφορετικὴ ἀπὸ τὸν ἦχο τῶν παπουτισῶν του ποὺ σέρνονταν στὰ χαλίκια «τί ἔκανε τὸν Κρόουλ νὰ λυγίσῃ τόσο γρήγορα;». «Εἶναι ὁλοφάνερο» φώναξα ἐκνευρισμένος μὲ τὰ παιχνιδάκια του «κατάλαβε πὼς γνωρίζεις γι’αὐτὸν κάτι πολὺ κακό». Τὸ ἴχνος ἑνὸς ἐπικίνδυνα αὐτάρεσκου χαμόγελου στράβωσε τὰ χείλια τοῦ Μπάξ. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα πακέτο τσιγάρα καὶ συνέχισε: «Πιστεύεις στ’ἀλήθεια ὅτι ὑποφέρει ἀπὸ καρδιοπάθεια;». Ἔβαλε τὸ χέρι του σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τσέπες τοῦ παλτοῦ του καὶ μετὰ ὰπὸ μιὰ ὰποτυχημένη προσπάθεια νὰ βρῇ τὸν ἀναπτῆρα του πρόσθεσε: «Ὁ γιατρὸς τὸν καλύπτει χρόνια, φτωχούλη Τσέσνια, ὅμως δὲν ξέρω τί κερδίζει ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴν ἱστορία. Ἴσως νὰ ἐλαύνεται μόνο ἀπὸ ἁγνὰ κίνητρα φιλίας, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴσως δὲν κάνουμε δουλειά…». Εἶχε ἀρχίσει νὰ μονολογῇ πιὰ ἐν ᾧ μιὰ δεύτερη ἀποτυχημένη ἀπόπειρα ἀνευρέσεως τοῦ ἀναπτῆρα του εἶχε μειώσει ἐντυπωσιακὰ τὴν ἀπόστασι μεταξὺ τῶν φρυδιῶν του. Ἕνα μαῦρο σύννεφο πάνω ἀπὸ τὰ μάτια του εἶχε ἀρχίσει νὰ θαμπώνῃ τὴν γυαλάδα τῆς ὑπεροψίας του. Δὲν τὸ κρύβω, ὄχι χωρὶς ἐνοχές, ὅτι ἐπέτρεψα στὸν ἑαυτό μου νὰ νιώσῃ μιὰ μικρὴ χαρά. Κάποιος ἄλλος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Τὲν γιὰ τὶς προσβολές του κι αὐτὸς ὁ ἄλλος εἴτε Θεὸς λεγόταν εἴτε τύχη ἦταν ὁ προσωρινός μου σύμμαχος. «Ὅταν ὁ πατέρας του τὸ ἔμαθε δέχθηκε τόσο ἰσχυρὸ κλονισμὸ ποὺ πέθανε μέσα σ’ἕνα μῆνα. Δὲν ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν Μπράδεργουντ ν’ἀποδώσῃ τὸ μοιραῖο σὲ βεβαρημένο ἱστορικὸ καρδιακῶν ἐπεισοδίων, ἀκόμη κι ἂν αὐτὰ δὲν συνέβησαν ποτέ. Ἡ πλαστογραφία ὅμως δὲν εἶναι τὸ δυνατό του σημεῖο. Θὰ τολμήσω νὰ πῶ πὼς δὲν ξεπερνᾷ οὔτε κἂν τοὺς πιὸ μέτριους ἐρασιχτέχνες». Συνέχιζε νὰ ψάχνῇ τὸν ἀναπτῆρα του κι ἔτσι ὁ ἐκνευρισμός του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ διακρίνῃ τὸν δικό μου. «Μὰ γιὰ ποιο πρᾶγμα μιλᾷς ἐπὶ τέλους, Τέν;» ἀναγκάστηκα νὰ οὐρλιάξω κι ἕνα γεροντάκι ποὺ ἔμπαινε τὴν ὥρα ἐκείνη μέσα ἀπὸ τὴν μεγάλη μαύρη καγκελλόπορτα στὴν αὐλὴ τοῦ νοσοκομείου μὲ κοίταξε μ’ἕνα βλέμμα γεμᾶτο φόβο. «Χαζούλη Τσέσνια» ἀναφώνησε ὁ Μπὰξ ἀπολαμβάνοντας τὸν θρίαμβό του. «Ἀκόμη δὲν κατάλαβες ὅτι ὁ τύπος δὲν ἀντέχει οὔτε μισὴ μέρα χωρὶς τὴν κοκαϊνη του;». Ὁμολογῶ ὅτι ἔνιωσα μεγάλη ἔκλπηξι κι ὕστερα ἔφερα πίσω στὸ μυαλό μου τὴν εἰκόνα τοῦ Κρόουλ καθὼς μιξόκλαιγε ῥουφῶντας τὴν μύτη του. Ναι, δὲν ἦταν ῥούφηγμα κλάματος, οὔτε κι ἕνα τόσο μηδαμινὸ κλάμα ἢ μᾶλλον κλαψούρισμα δικαιολογοῦσε κατάρρου. Ὅμως κι αὐτὸ τὸ κλάμα πάλι; Αἰσθανόταν στ’ἀλήθεια ἐνοχὲς ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ «δώσῃ» τοὺς φίλους του ἢ ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιὰ ἀλλοπρόσαλλα ἐκδηλώματα ἑνὸς ἀρρωστημένου ψυχισμοῦ; Γύρισα νὰ κοιτάξω κατὰ πρόσωπο τὸν Μπὰξ γιὰ νὰ τὸν ῥωτήσω τί ἀκριβῶς σήμαινε ὅλο αὐτὸ γιὰ τὴν ὑπόθεσί μας, μὰ τὸ μόνο ποῦ εἶδα ἦταν ἕνα κάτωχρο γύψινο προσωπεῖο. Τὸ χέρι του εἶχε μείνει βουτηγμένο σὲ μιὰ τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του λὲς καὶ κάποια φάκα τὄχε παγιδεύσει. Τὸ πακέτο βρισκόταν πεσμένο μπροστὰ ἀπὸ τὰ τρεμάμενα πόδια του κι ἕνα-δυὸ τσιγάρα εἶχα κυλήσει στὸ καταπράσινο γρασίδι. Θἄπαιρνα ὅρκο πὼς ο Μπὰξ εἶχε μόλις ἀντικρύσει τὴν Μέδουσα ἂν δὲν ψέλλιζε μὲ μιὰ φωνὴ βγαλμένη ἀπὸ φέρετρο: «Ὦ τὸν ἄθλιο, ὦ τὸν ἀλήτη…ὦ …ὦ». Μ’ἁδραξε ἀπὸ τὸ μπράτσο μὰ πίσω ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ δύναμι ἐκείνης τῆς ἀτσάλινης ἁρπάγης ἔνιωσα ἔστω καὶ πρὸς στιγμὴν ὅλον τὸν τρόμο καὶ τὴν φρίκη ποὺ κυλοῦσε στὶς φλέβες του. Ἡ ὑπεροψία εἶχε ἐξαφανιστῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα του σὰν σοβᾶς ποὺ ἔπεσε μὲ τὸ πρῶτο ξύσιμο. Δὲν χρειάστηκε νὰ μοῦ ἐξηγήσῃ. Ἀρχίσαμε κι οἱ δυὸ νὰ τρέχουμε σὰν παλαβοί. Μὰ ὅταν ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴν ἀνάβασι τεσσάρων ὀρόφων καὶ κάτωχροι ἀπὸ τὸν φόβο φτάσαμε στὸν θάλαμο ἦταν πλέον ἀργα: γύρω ἀπὸ ἕνα ἀσπροφορεμένο πλῆθος γιατρῶν καὶ νοσοκόμων, μέσα σὲ μιὰ κόκκινη λίμνη αἵματος, τὸ ἄψυχο κουφάρι τοῦ Κρόουλ ἔμοιζε νὰ μᾶς εἰρωνεύεται πιὸ ζωντανὸ ἀπὸ ποτέ. Στὸ χέρι του γυάλιζε ἀκόμη τὸ καναπουτσὰρ τοῦ Μπάξ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε σκεφτῆ νὰ κλείσῃ τὴν μουσική. Ἀπὸ τὸ σιντὶ πλέιερ ἀκουγόταν τὸ τραγούδι ποὺ ὁ δύστυχος σφύριζε λίγα λεπτὰ πρίν: «κανεὶς ποτὲ δὲν ἔσπευσε νὰ γίνῃ μειοδότης….»
Στὴν Τσεχία τὴν μπύρα, ξανθὴ ἢ μαύρη, τὴν πίνουν συνήθως σκέτη, ὅμως κάθε Νομανσλανδὸς πότης ποὺ σέβεται τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἐθνικὲς παραδόσεις τῆς χώρας του (δηλαδὴ μίας χώρας ποὺ συναγωνίζεται στὴν ψύχωσι μὲ τὰ βοοειδῆ τὸ μεγάλο μεσογειακὸ βασίλειο τῆς Ἱσπανίας), ὀφείλει ὑγραίνοντας τὸ λαρύγγι του μ’αὐτὸ τὸ ποτὸ ποὺ ἐντελῶς ὑποτιμητικὰ (καὶ κατὰ τὴν γνώμη τοῦ Μπάυρον Χάουσμαν καὶ μερικῶν ἄλλων φανατικῶν ὄχι χωρὶς Ἀπωνικὸ δάχτυλο) ὁ στρατηγὸς Μαρσὰλ εἶχε ἀποκαλέσει «κριθαρόζουμο», ὀφείλει λοιπὸν νὰ συνοδεύῃ αὐτὴν τὴν ζυθοποσία μὲ γενναῖες μερίδες παστῆς ταυρομάνας. «Διόλου παράξενο» εἶχε πεῖ στὴν ἴδια συνένετευξι ὁ Ἄπωνας στρατηγός «γιὰ μιὰ χώρα ποὺ ὀνομάζει τὰ ἀεροπλάνα της ἰπτάμενα βουβάλια». Τὸ διπλωματικὸ ἐπεισόδιο ἀποσοβήθηκε μὲ μερικὲς διορθωτικὲς δηλώσεις ποὺ ἱκανοποίησαν τὰ ἀνάκτορα καὶ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν, ἀλλὰ ἡ ῥαγδαία αὔξησι στὴν ζήτησι παστῆς ταυρομάνας ὡδήγησε μέρος τοῦ τύπου σὲ ἀναθεώρησι σχετικὰ μὲ τὰ κίνητρα τοῦ Μαρσάλ. Ὡστόσο αὐτὸς ὁ τελευταῖος δὲν ἔπαψε ποτὲ ν’ἀποτελῇ γιὰ μεγάλο μέρος τῶν πιὸ θερμόαιμων Νομανσλανδῶν κόκκινο πανὶ καὶ προσωποποίησι τοῦ παγκόσμιου μίσους κατὰ τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν τοῦ Νομανσλανδικοῦ ἔθνους. Γι’αὐτὸ καὶ κἀνεὶς ἀπὸ τοὺς θαμῶνες τῆς παλιᾶς μπυραρίας δὲν ἔδειξε νὰ ἐνοχλῆται –οὔτε κἂν νὰ παραξανεύεται- ὅταν ὁ Κλὶν Σέβαν μὲ τὴν μύτη κατακόκκινη ἀπὸ τὴν μαύρη μπύρα καὶ τὰ δάχτυλά καταλαδωμένα ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα κομμάτια παστῆς ταυρομάνας ποὺ κάθε τόσο λίπαιναν τὸν οὔτως ἢ ἄλλως πρόθυμο οἰσοφάγο του ὕψωσε τὸ μεγάλο καὶ ξέχειλο πορσελάνινο ποτήρι του γεμίζοντας μὲ ἀφροὺς τὰ ἄδεια πιάτα στὸ τραπέζι καὶ φωνάζοντας: «Θάνατος στὸν Μαρσάλ!». Μάλιστα ἕνας γέρος μὲ στριφτὸ μουστάκι ποὺ τόση ὥρα ἔπινε σιωπηλὸς στὴν ἀριστερὴ γωνιὰ δίπλα στὸν πάγκο γύρισε καὶ ὕψωσε σ’ἕναν ἀνταποδοτικὸ χαιρετισμὸ τὸ δικό του ποτήρι –μισοάδειο αὐτό –προσπαθῶντας νὰ φωνάξῃ κάτι ποὺ πνίγηκε μέσα στὸν βῆχα καὶ στὸν λόξυγκα. Οἱ ἀναθυμιάσεις ἀπὸ τὰ μεγάλα ξύλινα βαρέλια, ἀνακατεμένες μὲ τὴν βαριὰ μυρωδιὰ τοῦ παστοῦ καὶ τὴν ἱδρωτίλα τῶν ἀποχαυνωμένων πελατῶν δὲν συμφωνοῦσε σὲ τίποτε μὲ τὴν ἐπισημότητα τῆς πομπῆς τῶν ἱππήλατων ἁμαξῶν ποὺ κάθε τόσο ὡδηγοῦσαν καὶ κάποιο ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ντὶν στὸ Μέγαρο Μούτινγκ, ἑκατὸ μέτρα πιὸ πέρα. Μόνο κάπου κάπου, ἅμα ἡ πόρτα μὲ τὴν βρόμικη τζαμαρία ἄνοιγε γιὰ νὰ μπῇ κανένας καινούργιος πελάτης μὲ κιτρινιασμένη ἀπὸ τὸ τσιγάρο γενειάδα ἢ γιὰ νὰ βγῇ τρικλίζοντας κάποιος ἀπὸ τοὺς σουρωμένους θαμῶνες ποὺ εἶχαν γεμίσει τὸ πεζοδρόμιο μὲ τὰ ξερατά τους, τὸ φρέσκο ἀεράκι ποὺ πρόφτανε νὰ γλυστρήσῃ στὸ στενάχωρο καταγώγι ἔδινε στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ καπηλειοῦ τὴν ἀπολύτως ἀπαραίτητη περιεκτικότητα σὲ ὀξυγόνο. «Φτάνει πιά, Κλίν» μουρμούρισε ὁ Χάουσμαν κι ἔκανε νὰ πιάσῃ τὸ ποτήρι τοῦ φίλου του. «Ἔχεις πιεῖ τὸν ἄμπακο». Ἐκεῖνος, μὲ μιὰ ἐπιδέξια κίνησι καὶ μὲ χέρι ποὺ δὲν ἔτρεμε οὔτε τόσο, παρὰ τὸ μεθύσι τοῦ ἀξιότιμου κατόχου του, τράβηξε τὴν κούπα πρὸς τὸ μέρος του καὶ κατέβασε μὲ μιὰ γουλιὰ ὅσο ἀπὸ τὸ ἀφρῶδες περιεχόμενό της εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὴν ἀμέσως προηγούμενη –κατά τι μόνο μικρότερη- ῥουφηξιά. «Γκαρσόν!» φώναξε βροντῶντας τὸ ἄδειο ποτήρι στὸ τραπέζι. «Γκαρσόν! Ἄλλα δύο λίτρα ἀπ’αὐτὸ τὸ βάλσαμο καὶ μιὰ περιποιημένη πιατέλλα ταυρομάνα». Ἕνας ξερακιανὸς καὶ λιγδιάρης σερβιτόρος ἑτοιμάστηκε νὰ πλησιάσῃ τὸ τραπέζι τοῦ Σέβαν καὶ θὰ τὸ εἶχε κάνει, ἂν μιὰ κρυφὴ χειρονομία τοῦ Χάουσμαν δὲν τὸν ἀπέτρεπε. «Γκαρσόν!» ξαναφώναξε ὁ Σέβαν κι ἄρχισε νὰ χτυπᾷ παλαμάκια. «Τί θὰ γίνῃ ἐπιτέλους; Κουφαθήκατε ὅλοι ἐδῶ μέσα;». «Ἡσύχασε τώρα, Κλίν» τοῦ εἶπε σιγανὰ ὁ Χάουσμαν κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του μερικὰ μπρίκια. Εἶναι ὥρα νὰ πηγαίνουμε πιά. Ἕνα νέο κῦμα φρέσκου ἀέρα χάιδεψε τὰ κοκκινισμένα μάγουλα τῶν δύο φοιτητῶν. Ἡ πόρτα ἔτριξε κι ὕστερα ἔκλεισε πάλι. Μπροστά της στεκόταν ἕνας πολὺ καθωσπρέπει κύριος μὲ μαύρη καμπαρτνίνα, γυαλιστερὰ παππούτσια κι ἕνα καλοξυρισμένο πηγούνι μισοβυθισμένο στὸν γιακὰ τοῦ πουκαμίσου του. «Τί θέλει ἐδῶ αὐτὸς;» φώναξε κοροϊδευτικὰ ὁ Σέβαν. Κι ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἴδιου νιόφερτου καὶ τοὖπε μὲ τὴν μπάσα φωνή του: «Ἔ κύριος! Θαρρῶ τὰ μπέρδεψες! Τὸ Μέγαρο Μούτινγκ εἶναι πιὸ κεῖ». Μερικοὶ θαμῶνες γέλασαν, ὁ γέρος τῆς γωνιᾶς πῆγε καὶ πάλι νὰ πῇ κάτι, μὰ ὁ μαυροντυμένος ἄντρας εἶχε ἤδη φτάσει στὸ τραπέζι τῶν δύο νεαρῶν. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα χαρτάκι ποὺ ἔμοιαζε μὲ φωτογραφία καὶ τὸ κοίταξε μιὰ δυὸ φορὲς ἀνασηκώνοντας τὸ βλέμμα του καὶ μοιράζοντάς το σὲ ἰσόχρονες δόσεις ἀνάμεσα στοὺς δύο συμπότες. Ξαφνικὰ ὁ Σέβαν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἐπισκέπτη τὸ χαρτάκι καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ πρόχειρη ματιὰ ξέσπασε σὲ ἀσυγκράτητα γέλια. «Μὰ σὲ καλό του, Μπάυρον!» μουρμούρισε γεμίζοντας τὰ κενὰ μεταξὺ τῶν λέξεων μὲ πνιχτὰ χάχανα. «Ἤ ἡ ταυρομάνα ποὺ μοῦ ἔδωσαν ἦταν χαλασμένη ἢ αὐτὸς ὁ φλούφλης κουβαλάει μιὰ φωτογραφία μου!». Ὁ φλούφλης, ἔχοντας πιὰ καταλάβει γιὰ τὰ καλὰ ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα συνεννοήσεως μὲ τὸν μεθυσμένο φοιτητὴ ἦταν σκέτο χάσιμο χρόνο, ἔσκυψε πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ Χάουσμαν καὶ τὸν ῥώτησε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Κλὶν Σέβαν; Θὰ μὲ βοηθήσετε νὰ τὸν μεταφέρουμε μέχρι τὸ περιπολικό;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου