Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Γλωσσάρι

Απονία = γειτονική εχθρική χώρα, όπου κατοικούν οι άπονες
Άρσον = συνήθης ύποπτος (παλιοτόμαρο, αλλά ασύλληπτο)
Ατσίδες με τα μπλε = συνομοσπονδία χορωδών συνοριοφυλάκων, δεν αφήνουν να περάσει κουνούπι, τραγουδούν απαίσια και δεν πλησιάζει κανείς τα σύνορα
Γκράαλ = προστάτης άγιος της Στρατιάς (σαν την Αγία Βαρβάρα στο περίπου)
Δούξ του Ελλινγκτον = Αγέννητος Ανύπαρκτος, σαν τον Κλιν Σέβαν
Επίδαυρος Λιμέρα = αρχαίος πολιτιστικός τόπος
Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ = διάσημος σκηνοθέτης (ρεπερτόριο: γουέστερν κυρίως, αλλα και αστυνομικά)
Καναπουτσάρ = το απόλυτο όπλο. Κάθε πολίτης λαβαίνει ένα δικαιωματικά, διότι η στρατιωτική θητεία είναι ισόβια. Υπάρχει και το ομώνυμο ακρωτήριο Καναπουτσάρ, όπου γίνονται οι μηνιαίες σχετικές δοκιμές για την αποτελεσματικότητά του. Φορτίζεται με την ενεργειακή ύλη “μεγάλη ανέχεια”.
Κλιν Σέβαν = μάλλον φάντασμα, επειδή σκοτώθηκε πριν γεννηθεί, τριγυρνά τις νύχτες ξαφνιάζει (με διάφορους τρόπους) τους φιλήσυχους νομανσλανδιανούς. Αν ζούσε, θα ήταν ωραίος.
Κοιλάδα του Χρόνου = υπεροχη τοποθεσια, όπου γινονται όμως φοβερες κατολισθησεις
Κρισέικς = λίαν εκκεντρικός κύριος, λάτρης του ροζ χρώματος –εδω θυμηθηκα τη Σίρλεϋ Μακλέην στο φιλμ “η κυρία και οι άνδρες της”, όπου είχε παντρευτεί ένα λάτρη του ροζ που πέθανε εξαιτίας της μανίας του αυτής. Δύτη ακούς;
Λεβόν Μποχεμιάν = συνθέτης/μαέστρος
Λόρδος Κράουν = αξιωματικός επίσης/γενναίος (ίσως και πρεσβευτής)
Μόδο = τουριστικο παραλιακο χωριο με ομώνυμο καστρο
Μουλίν = κυρία της υψηλής κοινωνίας (ίσως εθελοντρια, μπορεί και πρόεδρος ΜΚΟ)
Μούντινγκ = ευρωβουλευτής (τον προτιμώ βαρώνο)
Μπασέν ντε Λαντρ = αξιωματικός/ιππότης/ευεργέτης/λεφτάς
Νομανσλάνδη = χώρα, κάπου στην Ενωμένη Ευρώπη
Ντιντάτσε = άγιος και σοφός, Πατέρας της εκκλησίας (σαν τον άγιο Βασίλη στο περίπου)
Πάρε πέντε = συμφωνικο εργο του εθνικου συνθετη Λεβόν Μποχεμιάν
Πράβο Γιάζντι = υπουργός μεταφορών και επικοινωνιών, πρώην νταλικιέρης
Ρεβινστίνκτ = αξιωματικός επίσης, ή και (κατά Κορνήλιο) σοφός καθηγητής, υπερασπιστής των αδυνάτων
Ρεντ Άι = αερομεταφορέας (εθνικος, μαλλον)
Ρήτζεντ = πρίγκιπας, υψηλόβαθμο στέλεχος της πολιτικής και στρατιωτικής σκηνής
σεναριο βαζελίνης = μαγικό ίαμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χρησιμοποιεί ο σκηνοθετης Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ για να εμπνέεται
Σκοτ Πόλαρ = Ινστιτούτο Ερευνών, δωρά του ομώνυμου μεγάλου ευεργέτη της χώρας (πιθανότατα δίνει τα ετήσια βραβεία Πόλαρ)
Στρατιά των Ανύπαρχτων = στρατός, υπερασπιστής της Νομανσλάνδης
Συμβούλιο του Ντιν = συμβούλιο/κυβέρνηση
Ταγιστές = Τάγμα Μοναχών Της Ημέρας (φρέσκοι μοναχοί, πριν φυτρώσουν τα γένια τους)
Τάλατ Μπλεντ = πρωταθλητής στο σκάκι
Τεν Μπακς = κάου-μπόυ/σερίφης/ντετέκτιβ (ατρόμητος πάντως)
Τσαλντεάνοι = κλίκα ευγενών/καπιτάλες
Τσέτσνια = στρατιώτης με βαθμό δεκανέα (ισως και παρακρατικός)
Τσινγκ ο 1ος = αυτοκράτορας
Υδρογονανθρακοί = οροσειρά στα βόρεια σύνορα της χώρας
Φλωρεντίνη Αηδών = εθνική ντίβα (μετέφερα τον τόνο μια συλλαβή πιο πάνω, το βρίσκω πειστικότερο ως όνομα. Θα μπορούσε να είναι και Αηδόνα Φλωρεντινού)
Φτερωτοί Βούβαλοι = προστατευόμενο είδος, ζώο που θα είχε εξαφανιστεί αν δεν το πρόσεχαν οι νονμανσλανδιανοί. Κάθε κάτοικος έχει και το φτερωτό βουβάλι του.

Αχ, Νομανσλάνδη

Στη θρυλική την Απονία
βγαίνουν τα στρείδια κάθε βράδυ,
ανοίγουν διάπλατα σαν άστρα
μόλις πλακώνει το σκοτάδι
και τραγουδούν σκαρφαλωμένα σε συκιές
του Μποχαμιάν τις μουσικές
Τρίζουν τα σύνορα της χώρας,
η Νομανσλάνδη αναστενάζει,
φοβάται μη τυχόν της κλέψουν
το ντέφι, το βιολί, το σάζι
Για να γλιτώσει μπαγλαμάδες και σιτάρ
τροχίζει τα καναπουτσάρ

Μα να, επιτέλους ξημερώνει,
το αύριο έρχεται τρεχάτο
ο Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ γυρίζει
κι ο Λόρδος Κράουν πάει στο ΝΑΤΟ
Μαύρα τα βλέπει, να πλησιάζουν τα κολχόζ,
μα ο Κρισέικς τα βλέπει ροζ
Στο θόλο του Σκοτ Πόλαρ στέκει
μπάστακας φτερωτό βουβάλι
ο Ρεβινστίνκτ τό ‘χει παρκάρει
αντικανονικά και πάλι
Η αυγή χαράζει στους Υδρογονανθρακούς
το στράτευμα τρώει κουσκούς
Οι Τσαλντεάνοι τρώνε κρέας,
λουκάνικα, ζαμπόν, φιλέτα
σνομπάρουνε τον Τσινγκ τον πρώτο
που σαλαμούριαζε τη φέτα
Ούτε κι ο Τσέτσνια την παράδοση κρατά
και προτιμά ζαχαρωτά
Η εκκλησία του Ντιντάτσε
είναι στο Κοινοβούλιο δίπλα
κι όταν ο πρίγκηψ Ρήτζεντ χάνει
από τον Τάλατ Μπλεντ με τρίπλα,
συνεδριάζει το Συμβούλιο του Ντιν
με προεδρίνα τη Μουλίν
Ολοι μαζί μετά πηγαίνουν
στον Γκράαλ να προσευχηθούνε,
τη μέρα τους να συνεχίσουν
δίχως να ξανατσακωθούνε
Πριν ακουστούν δυο βρεκεκέξ κι ένα κουάξ
ρίχνει μπουνίδια ο Τεν Μπακς
Το μεσημέρι γευματίζουν
στου Μούντινγκ με ροκφόρ και σούσι
όλη η Στρατιά των Ανυπάρχτων
είναι παρούσα στο τσιμπούσι
Ο Πράβο Γιάζντι ταξιδεύει συνεχώς
κι ο Άρσον γίνεται μπουχός
Γλυκά το πέπλο της η νύχτα
απλώνει παγωμένο ατλάζι
Βγαίνει ο Κλιν Σέβαν τραγουδώντας
κι η Νομανσλάνδη ησυχάζει
Τώρα η Ρεντ Άι κατεβάζει τα ρολλά
Αααχ! όλα πήγανε καλά!

Τεν Μπακς, ο Δαιμόνιος Αριζόνιος

-Δεν υπάρχει Συμβούλιο του Ντιν! ακούστηκε μια κραυγή σαν από σκουριασμένη κλειδαριά που αγωνίζεται να ξεκλειδώσει, ταυτόχρονα με το ξέπνοο ποδοβολητό ιδρωμένου αλόγου, και η φάτσα του Τεν Μπακς μπήκε γκρο πλαν στο πανί φτύνοντας ταμπάκο ανάμεσα από τα μαυρισμένα δόντια της πάνω μασέλας.
Εσκυψα ασυναίσθητα μη με πάρουν τα σκάγια, σφίγγοντας το χέρι του κολλητού μου, λάτρη των γουέστερν με ανατολικές προεκτάσεις -γουέστερν Σιβηρίας, που λένε.
-Ποιος είναι τούτος ο άγριος; ρώτησα σιγανά, αλλά και δυνατά να ρώταγα τη φωνή μου θα επισκίαζε ο αποπίσω που είχε πνιγεί με πασατέμπο κι έβηχε φτύνοντας κι αυτός. Μεταξύ δύο πυρών, μπροστά ο Τεν Μπακς, πίσω ο πασατέν-μποκς, ήθελα να την κάνω ακροποδητί, να εξανεμιστώ, να διακτινιστώ ακόμα και σε άλλο πλανήτη, έλα όμως που είχα δώσει λόγο πως θα κάτσω να δω το φιλμ ίσαμε το τέλος…
-Αυτός είναι ο από μηχανής θεός, μόλις έφτασε από Αριζόνα για να δώσει λύση κι όπως βλέπεις δε μασάει, σίγουρα το Συμβούλιο Ντιν είναι μούφα, με πληροφόρησε ο δικός μου. Και πώς να μασήσει, με δόντι παρά δόντι κομματάκι δύσκολο, σκέφτηκα και βούλιαξα λίγο παρακάτω στο βελουτέ καθισμα που έτριξε, χρώματος μπλε ξεθωριασμέ.

Στο βάθος του διαδρόμου παραμόνευε το μαντρόσκυλο της παρέας των συνωμοτών, ο πρίγκηψ Ρήτζεντ. Η σκιά του δεν απλωνόταν αρκετά ώστε να τον πάρει πρέφα ο Τεν Μπακς, που έτρεχε σαν σίφουνας κι αυτός ο ανοητος μέσ’ στα σκοτάδια και δε γλίτωσε την τρικλοποδιά. Πλαφ! έσκασε καταγής το βαρύ του σώμα και τού’φυγε και το ταμπάκο από την τσέπη του πουκαμίσου, χρώματος μπλε ξεθωριασμέ και αυτό.
-Γαμώτο! έκραξε ο πασατέν-μποκς, ο απο πίσω, που του κόπηκε απότομα ο βήχας.
Σήκωσα λίγο περισσότερο το κεφάλι μου, να διακρίνω καλύτερα και μια άλλη φωνή, τσιριχτή, εσκουξε «κάτω τα κεφάλια είπαμε!» κι έτσι ξαναχαμήλωσα τσουλώντας την πλάτη στο κάθισμα, αντιμετωπη με το αέναο πρόβλημα των υψηλών προσώπων. Ο κολλητός, μού έσφιξε το χέρι με συμπόνοια «κάνε λιγη υπομονή ακόμα» λέγοντάς μου και’γώ ψήλωσα απομέσα αυτή τη φορά.
Ο πρίγκηψ Ρήτζεντ έπεσε πάνω στον Αριζόνιο και τού’ριχνε μπουνιές με το καντάρι, αλλά εκείνος βράχος, τις έτρωγε και δε μίλαγε, μόνο έφτυνε κι από κάνα δόντι κάπου κάπου. Δυστυχώς, δεν προλαβα να τα μετρήσω, ήταν πολλά πάντως, ίσως πάνω κι από τριανταδύο, όπως αμέτρητες είναι και οι σφαίρες που περιέχουν τα εξάσφαιρα στα κλασσικά πλέον γουέστερν σπαγγέτι.
Πάνω στην πεντακοσιοστή γροθιά, ο Τεν Μπακς σαν να ζωντάνεψε κάπως και βρέθηκε αυτός αποπάνω τώρα να γρονθοκοπάει με όλη του τη δύναμη τον πρίγκηπα, που έβγαλε ένα μουγκρητό και παραιτήθηκε απο τον αγώνα.
-Ποιος τά’χει κάνει μαντάρα στο πανεπιστήμιο; του σφύριξε στ’ αυτί ο Τεν, συμπληρώνοντας «αυτά με τα συμβούλια Ντιν και ξεντίν να τα πουλάς αλλού, δεν πιάνουν σε τα μας και ξέρνα τώρα ό,τι ξέρεις» και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ ξέρασε ατάκα κιεπιτόπου πάνω στο επίτηδες ξεθωριασμένο τζιν του.
-Εγώ είμαι ολόκληρο το συμβούλιο Ντιν, ομολόγησε ο πρίγκηψ, ένοιωθα μοναξιά και δημιούργησα μερικούς επιπλέον εαυτούς να έχω παρέα…
-Τί μου λες τώρα! έθαξε ο Τεν, μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Εσύ λοιπόν… Εσύ σκότωσες τη Βάλια Κάλντα;
-Ο-όχι… κανένα δεν σκότωσα.. ποια είναι αυτή;
-Μια φοιτήτρια της αρκουδολογίας… αλλά ας τα αφήσουμε αυτά, προέχει να βρεθεί ο δολοφόνος, γι αυτό ήρθα απο την Αριζόνα άλλωστε. Τι λες; Τώρα που γίναμε φιλαράκια μετά τον καυγά, θα με βοηθήσεις; του είπε ο Τεν με λέξεις που έσταζαν σαν ρετσινόλαδο απο τα στραβωμένα του χείλη.
-Να σε βοηθήσω φιλε, αλλά πρώτα θα μου κάνεις μια χάρη.
-Ο,τι θες.
-Να αλλάξουμε τζιν! Ζηλεύω το δικό σου που είναι ξεθωριασμένο με φυσικό τρόπο…
-Γιατί; και το δικό σου είναι ξεθωριασμένο!
-Ναι, αλλά εγώ το βάζω στο πλυντήριο με ελαφρόπετρα για να χάνει το χρώμα του…
-Α, καλά, και μένα ξεθώριασε με τα πολλά σουρσίματα στην έρημο της Αριζόνας, είπε ο Τεν, σηκώθηκε, έλυσε τη ζώνη, έβγαλε το τζιν του και τό’δωσε στον πρίγκηπα.
Το αυτό έπραξε και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ, άλλαξαν τα τζιν τους αμοιβαίως, και ξεκίνησαν βαδίζοντας προς το φως. Εκεί ακριβώς, το φιλμ κάηκε και όλο το σινεμά ξεσηκώθηκε «χασάπη γράμματα», κλπ, ξέρετε, ανάψαν τα φώτα της αίθουσας, ο πασατεμπάς βγήκε στη γύρα μέχρι να κολλήσει ο χασάπης τα κομμάτια. Σε λιγάκι ξαναπήρε μπρος το σύστημα, αλλά ο Τεν Μπακς και ο πρίγκηψ Ρήτζεντ δεν φαινόντουσαν πουθενά. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε ένα καταπράσινο λειβάδι με αρνάκια, που τα σαλάγαγε μια ωραία βοσκοπούλα μπαμπουλωμένη με χρωματιστές μαντήλες και μακριά φουστάνια.
-Η Βάλια Κάλντα! ψιθύρισε φωναχτά ο διπλανός του πασατέν-μποκς, που φαίνεται θα είχε ξαναδεί το έργο και «σκάσε, ρε μαλάκα!» ένας απο μπροστά έστριψε και τον φασκέλωσε με τα πέντε.
-Γιατί, ρε, τι σού’κανα; Σιγανά το είπα…
-Θα σου ρίξω δέκα να μάθεις! ξαναφώναξε και του τά’ριξε και τα δέκα.
Το πράγμα είχε αγριέψει και σφίχτηκα πάνω στον κολλητό. Στο πανί βόσκαν αρνάκια, αλλά πάνω απο τα κεφάλια μας πέρναγαν διάφορα αντικείμενα, χάρτινα ευτυχώς ως επιτοπλείστον, σαν ρουκέτες. Μερικά είχαν και σουβλάκια με τζατζίκι μέσα τους και μπόλικο κρεμμύδι.
Η σκηνή άλλαξε, φύγαν τα αρνάκια και η ωραία, φάνηκαν πάλι ο Τεν και ο πρίγκηψ να περπατούν στο δάσος.
-Απο κει είναι, δεξιά στρίψτε ρεεεεε! φώναξε μια κοπελιά απο τον εξώστη.
-Ασε μας κι εσύ, ρε κοπέλα μου, θα τον βρουν το δρόμο, άσε να έχει λίγο περιπέτεια το πράγμα, είπε ο κολλητός μου νευριασμένος και όλος ο αντρικός πληθυσμός της πλατείας του συμπαραστάθηκε. «Σιγά μη μας πει το φρόκαλο τί να κάνουμε» είπε κάποιος κι ένας άλλος συμπλήρωσε «έτσι είναι φίλε, άμα βλέπεις να φοράνε τόσα ρούχα δεν έχει γούστο», αλλά δεν κατάλαβα πού κόλλαγε αυτή η ατάκα.
Τελοσπάντων, το βρήκαν το λειβάδι τα παλληκάρια, κυνήγησαν την ωραία που έκανε νάζια, αποκάλυψαν το μυστικό της -πως έπαιζε τη δολοφονημένη, δηλαδή, ενώ η μάνα της ήταν η φόνισσα. Είχε δολοφονήσει την αντίζηλο της κόρης της στο διδακτορικό και της είχε πολτοποιήσει το πρόσωπο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμη, έδειξαν τη μάνα της Βάλιας να δικάζεται σε μια συνοπτική δίκη, ο Τεν έφυγε για Αριζόνα χαιρετώντας τον πρίγκηπα που τον συνόδεψε στο σιδηροδρομικό σταθμό -μαζί με όλο το συμβούλιο του Ντιν, εννοείται- και η Βάλια Κάλντα κλείστηκε σε ένα κλουβί με αληθινές αρκούδες να κανει πρακτική εξάσκηση.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Φλάβιος και Μουλίν

Οι Απονες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρυ,
για ν’ ανταλλάξουν Ινδιάνικα φιλιά.
Μέσα στο Ρόνο αντανακλάται το φεγγάρι,
καθώς το Λόβερκραφτ γλυστράει στα νερά.
Ο Φλάβιος κι η Μουλίν τους έχουνε ξεφύγει
- μα ήδη στα ίχνη τους ολάκερος στρατός.
Τους οδηγεί ο Ντε Λάντρ μες το κυνήγι.
Στη Νομασλάνδη τώρα θρήνος, κοπετός…
Καταραμένο λέν τον Απονο τον Φλάβιο,
π’ άρπαξε την Ωραία με θράσος, τη Μουλίν.
Και συγκεντρώνονται ευθύς σ’ ένα Κονκλάβιο
όλα τα μέλη του Συμβούλιου Ντιν.
Μπροστά στα τείχη Χάντριαν ο αγέρας
κάλμα μπουνάτσα, δεν σηκώνεται πανί.
Κάποια Σαρίφ φέρνουν στο τέλειωμα της μέρας
- παρθέν’ ακόμη – ως αμνίον για σφαγή.
Ευθύς ο άνεμος γυρνάει σε βοριαδάκι,
- γλυκό, καθάριο, όπως μετά από τη βροχή-
κι οι Τσαλντεάνοι όλοι μπαρκάρουν σε λιγάκι,
για μι’ Απονιάδα, πουκαμίσα αδειανή.
Όλα σαλπάρουν τα καράβια, εν Απονία
- μπρίκια, κορβέτες και γαλέρες στη σειρά-
Μα κάπου εδώ τελειώνει η ραψωδία,
και τη συνέχεια θα σας πούμε άλλη φορά.

Λόβερκραφτ

Υπό Κόλια Χαρίλοβιτς Καβαδίεφ
Κάτω απ’ όρη κόκκινα κυλούσ’ ο Ρόνος-
κι η Φλωρεντίνη εκεί είχε ρίξει το παιδί.
Ηταν παράξενο ταξίδι, τρίτος χρόνος,
Χορός των Κεφαλών μες την ακτή.
Ο Πόλαξ με τον Πόλαρ στο τιμόνι,
κλειστά φανάρια, να θερίζουν πυρετοί.
Η μυθική Σερίφ ειν’ το ραμόνι
κι η Ζωντανίνα το Νομέ βλέπει Ζεντί.
Μαγεία Καλντέεν ασκούν τα τέρατα του Γκόγια,
καθώς το Λόβερκραφτ κυλάει προς τα στενά,
κι οι Κθούλου πάντα ψιθυρίζουν τα ίδια λόγια,
ενώ ο Μπαρόκο Μπάρμα τώρα κυβερνά.
Ο Μπουνικέλοφ ζωγραφίζει πάλι τείχος-
τα τείχη Χάντριαν, με μωβ και κρεμεζί.
Περιπολεί ο Σολούκας, μόνος ήχος
τα βήματα του Ερμή του Τριζμεζίστ.
Ο Φόμπος και ο Δήμος στο ωδείο,
φωτίζουνε την πόρτα καθαρά.
Κορίτσια, που κρατούνε το βιβλίο
«Η Αυγή των Μάγων», σε προδώσανε ξανά.
Καημένοι, η θάλασσα μισάει τη χαρμολύπη-
πράσιν’ αγνώριστο μεγάλου ωκεανού.
Ψοφήσαν οι Θνησιγενείς σου και σου λείπει
του σπιτικού σου η γεύση, κυδωνιού.

Γράμματα στη Μουλένα

Της Σοφράντς Κολοτουρκάφκα
Η δεσποσύνη, η Κυρά της Νομασλάνδης,
που άκουγε στ’ όνομα Μουλίνα ή και Μουλέν,
στις υδρογονανθρακικές ζούσε, τις Ανδεις,
μα την παντρέψανε νωρίς με τον Μπασέν.
Λαίδη Ντε Λαντρ την προσφωνούσαν στο παλάτι,
κι ειν’ της βασίλισσας Κυρία των Τιμών.
Λίγο ανιαρές περνούν οι μέρες, στο κρεβάτι
και στην ανία των μεγάλων σαλονιών.
Κάνει παρέα με τις άλλες τις κυρίες,
τη Λαίδη Κράουν, την κυρία Μποχεμιάν,
τη μίσες Μούντινγκ (αφιχθείσα απ’ τις Ινδίες),
που ‘χουν στις φλέβες τους το αίμα Τσαλντεάν.
Αλλά η Μουλένα, που τον Λόρδο της βαριόταν
είχε τον Αρσον αγαπήσει, στα κρυφά.
Κι όταν μπορούσαν, μες το δάσος συναντιόταν,
λίγα φιλιά για ν’ ανταλλάξουν, στα κλεφτά.
Τον Αρσον όμως κυνηγούσ’ η αστυνομία –
γιατί τον είχε καταδώσει ο Μπασέν.
Και ζούσε πάντοτε μες την παρανομία,
κι οι σύντροφοί του τον ελέγαν νέο Ρομπέν.
Τα ξωτικά είχε για παρέα του στα δάση
και τα φαντάσματα, απ’ τους Θνησιγενείς.
Τίποτα πια δεν είχε ο Αρσον για να χάσει,
εκτός απ’ τους πιστούς συντρόφους του, τους τρεις.
Οι Εμπιστοι Τρεις, όλα τα γράμματά του δίναν
κάθε πρωί κρυφά στη λαίδη τη Μουλίν.
Κι αφού στ’ αρχοντικό της μέσα τρωγοπίναν,
του Συμβουλίου μαθαίναν μυστικά, του Ντιν.
Ητανε η Μουλίν μια νέα Μάτα Χάρι;
Πράκτωρ διπλή, εργαζόταν εναντίον του Τσινγκ;
Ποιος ξέρει; Τώρα το ποτάμι το ‘χει πάρει…
Λένε πως ήτανε κι αυτή κι ο Ρεβινστίνκτ,
κι ο Πράβο Γιάζντι και μια κάποια Φλωρεντίνη,
κι ο Πόλαρ Σκοτ κι όλοι οι άντρες με τα Μπλε.
Οταν ο Αρσον σε καυτό έριξε καμίνι,
τον αυτοκράτορα, δεν μίλησαν ποτέ.
Ορκο σιωπής είχανε δώσει οι επαναστάτες
κι όταν κυβέρνησε το νέο Συμβούλιο Ντιν,
τους Τσαλντεάνους τους εκδιώξαν, γι’ αποστάτες
κρατώντας μόνο τον Μπασέν και τη Μουλίν.
Μα των ερωτευμένων ποια ήτανε η τύχη;
Ο Αρσον, ο καημένος είχ’ ελπίσει…
Μα του ‘γραψε η Μουλέν, σαν καταδίκη:
«Αντίο… Θα έχουμε για πάντα το Παρίσι..»

Δούκας του Έλλινκτον

Ο Δούκας του Ελλινκτον, που πέθανε πριν ζήσει,
σ’ άλλη ζωή είχε γεννηθεί στη Βενετία.
Εκεί τον βάφτισαν με τ’ όνομα Οθέλλο
κι είχ’ αγαπήσει τότε μια όμορφη κυρία,
που τ’ όνομά της το γλυκό ήταν Δυσδαιμόνα.
Ο Ιάγος όμως, που τη σχέση τους φθονούσε
έβαζε λόγια στον Οθέλλο ένα χειμώνα,
που έξω ο αγέρας φοβερός λυσσομανούσε.
Μια μαύρη νύχτα που ‘χε σβήσει το καντίλι,
κι η Δυσδαιμόνα είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι
πήγ’ ο Ιάγος να του δείξει το μαντίλι,
που –όπως επέμενε- δηλώνει την απάτη.
Ολοι γνωρίζουν την πασίγνωστη ιστορία
και πως ο Οθέλλος τελικά είχ’ αυτοκτονήσει.
Αλλ’ αγνοούνε τη συνέχεια, την ουσία…
πως ενσαρκώθηκε σε μια καινούρια ζήση!
Σαν Δούκας του Ελλινκτον σε λίγο θα γεννιόταν
(από μητέρα Δούκισσα, πατέρα πρώην Πρινς)
Με δόξα και τιμές μετά θα βαφτιζόταν
στη συνοικία τη γνωστή μας ως Κουίνς.
Στη γέννησή του το Φωτόσπαθο φαινόταν,
που κράταγε στα χέρια ο ίδιος ο Αγιος Γκράαλ,
πίσω του οι άντρες με τα μπλε ίσα ακουγόταν
οι Καναανίτες, που λατρεύανε τον Βάαλ.
Ετσι αναλήφθηκε ψηλά στη Νομασλάνδη
ο Δούκας του Ελλιγκτον, αντί να γεννηθεί.
Κάποιοι μου τα ‘πανε αυτά στη Νεβερλάνδη
κι αν έχει λάθη, ειν’ που μου τα ‘πανε στ’ αυτί!