Το πρόσωπο του Didache ήταν μια ανέκφραστη μάσκα. Μόνο οι ελάχιστοι που είχαν την τύχη (ή μάλλον την ατυχία) να τον γνωρίζουν πολύ καλά μπορούσαν ίσως να διακρίνουν ένα ανεπαίσθητο πετάρισμα στο αριστερό του μάτι, σημάδι της τρομερής οργής που τον διακατείχε. Εκατό πάνοπλοι Τσαλντεάνοι, τρομεροί με τις πανοπλίες και τις περικεφαλαίες τους, τον περιστοίχιζαν, έτοιμοι να επιτεθούν με το παραμικρό του νεύμα. Κανείς δεν θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στον Didache και τους Τσαλντεάνους του χωρίς να νιώσει τα πόδια του να λυγίζουν και – ίσως – ένα κίτρινο ρυάκι να ποτίζει το παντελόνι του...
Κανείς, φυσικά, εκτός από τον Αυτοκράτορα Τσινγκ που, καθισμένος στον κοκκάλινο θρόνο του, τους παρατηρούσε ατάραχος.
«Μεγαλειότατε, στο όνομα του Άγιου Γκράαλ...» ξεκίνησε να λέει ο ιεροεξεταστής.
Ο Αυτοκράτορας τον διέκοψε με ένα του νεύμα.
Τώρα πια και το δεξί μάτι του Didache είχε αρχίσει να πεταρίζει...
«Δεν έχουμε τίποτε άλλο να πούμε», είπε με την τραγουδιστή του φωνή ο μεγάλος αυτοκράτορας. «Συγκαλώ το Συμβούλιο του Ντιν!»
Το πρόσωπο του Didache έγινε άσπρο σαν το χαρτί. Γύρω του, οι εκατό Τσαλντεάνοι – σαν ένας Ανύπαρκτος – έφεραν τα χέρια στα καναπουτσάρ τους.
«Μεγαλειότατε...», άρχισε πάλι ο ιεροεξεταστής και η φωνή του ήταν ένα φριχτό γρύλλισμα.
Ο Αυτοκράτορας Τσινγκ σηκώθηκε όρθιος. Ένα ηχηρό «γκασπ!» ακούστηκε από εκατοντάδες στόματα. Σε όλα τα χρόνια της βασιλείας του, ο Αυτοκράτορας Τσινγκ δεν είχε ποτέ σηκωθεί από το θρόνο του.
«Ή τώρα ή ποτέ», είπε τραγουδιστά ο Αυτοκράτορας. Η βασίλισσα των Spades είναι έτοιμη να εισβάλλει στη Νομανσλάνδη. Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου».
Οι κουρτίνες δεξιά και αριστερά του θρόνου παραμέρισαν, και ξεπρόβαλλαν ο πρίγκηψ Ρήτζεντ και ο Μπασσέν ντε Λαντρ με τα καναπουτσάρ ξεγυμνωμένα. «Ζήτω ο Αυτοκράτορας!» φώναξαν.
Οι Τσαλντεάνοι, σαν ένας Ανύπαρκτος, έπεσαν στα γόνατα. Οι φούντες από τις περικεφαλαίες τους σύρθηκαν στο πάτωμα. «Ζήτω ο Αυτοκράτορας!» φώναξαν με τη σειρά τους.
Ο Didache κοίταξε τον ηγεμόνα του με λύσσα. Δεν θα είχε φτάσει ποτέ όμως εκεί που έφτασε αν δεν ήξερε να χάνει. Ήξερε να χάνει, όχι όμως και να συγχωρεί. «Γκρουντ... Ζήτω ο Αυτοκράτορας!» γρύλλισε.
Ο Τεν Μπακς ήταν καθισμένος αναπαυτικά στην πολυθρόνα του με τις μπότες πάνω στο καρυδένιο του γραφείο. Δαχτυλίδια καπνού έβγαιναν από το στόμα του ενώ οι αχτίνες του ήλιου που έμπαιναν από το παράθυρο έπεφταν πάνω στο ασημένιο αστέρι στο στήθος του και το έκαναν να λάμπει.
Άπλωσε νωχελικά το χέρι του και τράβηξε το κορδόνι που κρεμόταν πάνω από το γραφείο του. Ένα κουδούνι ακούστηκε να χτυπάει και αμέσως πετάχτηκε μέσα στο δωμάτιο ένας νεαρός εκπρόσωπος του νόμου.
«Βοηθέ», γάβγισε ο Τεν Μπακς, «φέρε μέσα τον συνήθη ύποπτο».
Ο νεαρός έφυγε τρέχοντας και σε δευτερόλεπτα γύρισε σέρνοντας δίπλα του τον Άρσον, με τα χέρια δεμένα – το ένα μάλιστα και μπανταρισμένο.
Ο σερίφης σηκώθηκε και πλησίασε τον Άρσον. Στάθηκε μπροστά του και κοιτάχτηκαν οι δυο τους κατάματα.
«Να λοιπόν που ξαναβρισκόμαστε, Άρσον», είπε ειρωνικά ο σερίφης.
Ο Άρσον χαμογέλασε ανέμελα. «Έχεις αλλάξει πολύ, Μπακς, από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε... Τότε είμασταν και οι δύο από την ίδια πλευρά του νόμου...»
Ο Τεν Μπακς γέλασε τρανταχτά. «Αυτές οι μέρες τελείωσαν για πάντα, Άρσον», απάντησε τρίβοντας στο θεληματικό πηγούνι του. «Τώρα υπάρχει καινούργιος σερίφης στην πόλη», συμπλήρωσε κοιτάζοντάς τον με νόημα. «Και είναι η τελευταία σου ευκαιρία να συνεργαστείς, στο όνομα της παλιάς μας φιλίας».
«Να συνεργαστώ; Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Άρσον, με προσποιητή απορία.
«Γιατί είναι δεμένο το χέρι σου;» ρώτησε απότομα ο Μπιγκ Τεν.
«Με δάγκωσε ένας σκύλος... ένα κουνέλι... ή ίσως ένα άλογο», απάντησε ο Άρσον αδιάφορα. «Τι σημασία έχει;»
«Εγώ πάλι πιστεύω ότι το χέρι σου κάηκε στον εμπρησμό του Ερημητήριου», είπε ο σερίφης τονίζοντας μία-μία τις λέξεις.
Ο Άρσον γέλασε αδύναμα. «Μην ξεχνάς ότι εγώ τότε ήμουν στην φυλακή».
Ο Μπακς πλησίασε το πρόσωπό του ακόμα περισσότερο στο πρόσωπό του κρατουμένου του. «Και η φυλακή κάηκε», είπε.
«Δεν ξέρω τίποτα για τον εμπρησμό», απάντησε ο Άρσον.
«Μήπως αυτό θα σε βοηθήσει να θυμηθείς;», ρώτησε ο σερίφης, χτυπώντας τον δυνατά με τη γροθιά του στο πρόσωπο.
«Γαμώτο, νομίζω ότι μόλις μου έσπασες τη μύτη», είπε ατάραχος ο Άρσον.
Ο Τεν Μπακς σήκωσε ξανά το χέρι του, και τότε ακούστηκε ξαφνικά η κραυγή του βοηθού: «Γκλουπ! Κρατάει καναπουτσάρ!»
Αυτά μόνο πρόλαβε να πει ο νεαρός εκπρόσωπος του νόμου πριν το κεφάλι του αποχωριστεί από το σώμα του και κυλίσει στο δρύινο πάτωμα. Ο φλογερός επαναστάτης Ρεβινστίνκτ όρμηξε στο δωμάτιο, προς το μέρος του σερίφη. Μια ροζ κορδέλλα ήταν τυλιγμένη στα μακριά μαύρα μαλλιά του.
Μέσα στη σύγχυση ο Άρσον έτρεξε προς το παράθυρο και πήδηξε έξω, σπάζοντας το τζάμι, χωρίς ο σερίφης να προλάβει να αντιδράσει.
Ο Ρεβενστίνκτ γέλασε, φώναξε «Ο Κρισέικς είναι μεγάλος!», και εξαφανίστηκε ξαφνικά όπως είχε έρθει.
Ο Τεν Μπακς κοίταζε μια το πτώμα του βοηθού και μια το σπασμένο παράθυρο. Άρχισε να ξύνει το κεφάλι του και να βηματίζει νευρικά γύρω γύρω, μουρμουρίζοντας «μούμπλε-μούμπλε». Περπατούσε μέχρι που άνοιξε ένα αυλάκι στο πάτωμα. Επιτέλους σταμάτησε. Είχε ξαναβρεί τη χαμένη του αυτοσυγκέντρωση. Κοίταξε το πικάπ, που όλη την ώρα του μακελειού δεν είχε σταματήσει να παίζει την Ενάτη του Μποχεμιάν. Έβγαλε αργά αργά το περίστροφό του από τη θήκη, σημάδεψε και πυροβόλησε. Η μουσική σταμάτησε απότομα.
Ο Μπακς φύσηξε τον καπνό που έβγαινε από την κάννη και ξαναέβαλε το περίστροφο στη θήκη του. «Πάντα προτιμούσα τον Σοστακόβιτς», είπε απλά.
Δυο ορόφους πιο κάτω, ο Άρσον, ακόμα δεμένος και αιμόφυρτος, κατάφερε να συρθεί μέχρι ένα ροζ σπίτι, στο επόμενο τετράγωνο. Η πόρτα άνοιξε. Ο Άρσον χώθηκε μέσα και η πόρτα ξαναέκλεισε. «Για τον Κρισέικς, ρε γαμώτο!», ήταν τα τελευταία του λόγια πριν χάσει τις αισθήσεις του.
Πολύ μακριά, στα σύνορα της Νομανσλάνδης, ένας άγνωστος κουκουλοφόρος ήταν γονατισμένος μπροστά στον πορφυρό θρόνο της βασίλισσας των Spades. Με ένα νεύμα από την μεγαλειότητά της ο άγνωστος σηκώθηκε, έβγαλε την κουκούλα, και... γκασπ! Δεν ήταν άλλος από τον λόρδο Κράουν!
Η βασίλισσα τον κοίταξε με ένα πονηρό χαμόγελο. «Είναι αυτό καναπουτσάρ στην τσέπη σου», τον ρώτησε, «ή απλώς χαίρεσαι που με βλέπεις;»
«Εμπιστέψου τον D.E.», έγραφε η τεράστια αφίσα – σε μέγεθος πολυκατοικίας. «Ο άνθρωπός σου στη Νομανσλάνδη».
Ο Τάλατ Μπλεντ τράβηξε τα μάτια του από την αφίσα, φανερά ενοχλημένος. «Και ποια είναι η γνώμη σου για τον μυστηριώδη D.E., Πράβο;», ρώτησε.
Ο Πράβο Γιάζντι τον κοίταξε από τον καθρέφτη, ανέκφραστος όπως πάντα. «Δεν πληρώνομαι για να έχω γνώμη, Τάλατ. Πληρώνομαι για να οδηγώ».
«Μην παριστάνεις τον απλό σωφέρ, Πράβο. Είσαι πολύ περισσότερο από ένας απλός σωφέρ».
Ο Γιάζντι χαμογέλασε στραβά, αλλά δεν απάντησε. Σε λιγότερο από ένα λεπτό είχαν φτάσει στον προορισμό τους.
«Τα εισιτήρια», είπε ο Πράβο Γιάζντι, δίνοντας ένα μικρό ροζ φάκελο στον επιβάτη του. Ο Τάλατ Μπλεντ έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό χαρτοκόπτη και έσκισε το φάκελο με μια γρήγορη κίνηση. «Ρεντ Άι Αίργουαιης», έγραφαν πάνω τα εισιτήρια. Ο Μπλεντ χαμογέλασε. «Με τον εθνικό αερομεταφορέα; Αυτό είναι πραγματική ειρωνεία...»
Δευτερόλεπτα σιωπής, που έφτασαν πολύ κοντά στο να γίνουν λεπτά, δεν ήταν όμως γραφτό τους.
«Θα αργήσει ο Κράουν;», ρώτησε θρυμματίζοντας τη σιωπή ο Τάλατ Μπλεντ. Ο Πράβο Γιάζντι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Πάντα αργεί», αποκρίθηκε.
Ο Μπλεντ χαμογέλασε και έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή σκακιέρα. «Είσαι για μια παρτίδα καθώς περιμένουμε;»
«Σλουρπ!» Ο D.E. έγλειψε τα χείλη του και στη συνέχεια τα πλατάγισε. Μπροστά του, μια γεμάτη γαβάθα με αχνιστές φτερούγες βούβαλου που θα έκαναν ακόμα και ενός αγάλματος τα σάλια να τρέχουν σαν αφρισμένο ποτάμι.
Ο πρίγκηψ Ρήτζεντ κοίταξε με λαχτάρα το ξέχειλο πιάτο του συνδαιτημόνα του. Το δικό του, μάταια πάσχιζαν να το γεμίσουν ένα μικρό καρότο και ενάμιση ραδίκι.
Ο D.E. τον κοίταξε χαμογελώντας, καθώς εξαφάνιζε μία μία τις φτερούγες μέσα στο στόμα του. «Γιατί δεν τρως, πρίγκηψ;», ρώτησε.
«Δεν έχω όρεξη», απάντησε νευρικά ο Ρήτζεντ. Είχε μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια και φαινόταν φοβερά σφιγμένος. Χτυπούσε νευρικά στο τραπέζι τα δάχτυλα του χεριού του. Του αριστερού χεριού του.
Ο D.E. χαμογέλασε – αν ήταν δυνατόν! – ακόμα πλατύτερα. «Νομίζεις ότι προσπαθώ να σε δηλητηριάσω; Δεν είμαι εχθρός σου, Ρήτζεντ. Δεν είμαι ΕΓΩ ο εχθρός σου». Για μια στιγμή μονάχα, σταμάτησε να τρώει. «Δεν υπάρχει λόγος, Ρήτζεντ, κάτω από το τραπέζι να πιάνεις το καναπουτσάρ σου. Είμαστε πολιτισμένοι άνθρωποι...»
Ο παγωμένος αέρας λυσσομανούσε ασταμάτητα. Μέσα στη χιονοθύελλα μπορούσες να δεις μπροστά σου για είκοσι, τριάντα πόντους – και μετά ένα άσπρο χάος που στροβιλιζόταν. Για κάποιον άλλο θα ήταν εφιάλτης – για τον Σκοτ Πόλαρ όμως, τον ατρόμητο εξερευνητή, ήταν απλά το σπίτι του.
Κι’ όμως για πρώτη φορά στην πολύχρονη καριέρα του ο Σκοτ αισθανόταν ...πως να το πεις;... κάπως άβολα. Θα προτιμούσε να παλέψει με τα γυμνά του χέρια με μια αρκούδα, να δαμάσει τον αγριότερο φτερωτό βούβαλο σε ένα απόκρημνο μονοπάτι, να τα βάλει με δέκα αγριεμένους Τσαλντεάνους... αλλά όχι αυτό! Να συνοδέψει τον αρχιδούκα Γκρήτινγκς σε μια διπλωματική αποστολή! Αυτός, ο μεγάλος εξερευνητής, οδηγός ενός κακομαθημένου γαλαζοαίματου! Ο αδελφός του βασιλιά είχε τη φήμη ανθρώπου δύστροπου και ξεροκέφαλου, αλλά η πραγματικότητα ξεπερνούσε ακόμα και την πιο νοσηρή φαντασία.
Ο Σκοτ Πόλαρ κροτάλισε θυμωμένα το καναπουτσάρ του. Ήταν όμως αδελφός του βασιλιά... Πόσο θα ήθελε τώρα να μην είχε δώσει ποτέ εκείνο τον όρκο...
Τα ατελείωτα πόδια της Μουλίν, τυλιγμένα γύρω από τη μέση του. Οι τελευταίες συσπάσεις, και μετά η στιγμή της κορύφωσης...
Όταν τη γνώρισε ήταν μια νεαρή χορεύτρια σε καμπαρέ, η Μουλίν η Κόκκινη... Και τώρα, χάρη σ’ αυτόν, χάρη στον Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ, η απόλυτη σταρ της Νομανσλάνδης... και σε λίγο του κόσμου ολόκληρου. Χάιδεψε με το βλέμμα του το γυμνό κορμί της, ιδρωμένο μετά τους αλλεπάλληλους οργασμούς.
Αγαπούσε την πατρίδα του... αλλά γι’ αυτή τη γυναίκα θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Τα πάντα!
Ο Μπασσέν ντε Λαντρ παρατήρησε προσεχτικά τον άνθρωπο που στεκόταν μπρος του. Ο Μπακς τον κοίταζε σχεδόν αδιάφορα, σχεδόν χωρίς να δίνει σημασία στον τίτλο και στην εξουσία του. Τίποτα δεν εξόργιζε τον κόμητα ντε Λαντρ όσο αυτή η αδιαφορία, ακόμα κι’ αν γνώριζε πως ήταν προσποιητή.
Προσπάθησε να συγκρατήσει την δίκαιη οργή του. Είχε αναλάβει μια αποστολή και έπρεπε να την εκτελέσει. «Άκου, Μπακς», είπε. «Η βασίλισσα των Spades είναι στα σύνορά μας, έτοιμη να εισβάλλει. Την ίδια στιγμή οι σχέσεις μας με την Απωνία επιδεινώνονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Αυτός ο μυστηριώδης D.E. …»
«Τσεκάρισα τον D.E. και είναι καθαρός», τον έκοψε ξαφνικά ο σερίφης.
Ο κόμης ντε Λαντρ δε μπόρεσε να κρατήσει άλλο την ψυχραιμία του. «Μη με διακόπτεις, Μπακς», γάβγισε. «Ξέρω πολύ καλά ότι είναι καθαρός! Αυτή είναι η δουλειά του! Να είναι καθαρός! Όμως ξέρουμε ότι είναι προδότης. Και δεν είναι ο μόνος!»
«Αφού το ξέρετε...», είπε ο Τεν Μπακς, ατάραχος.
Ο Μπασσέν ντε Λαντρ αγνόησε την ανεπαίσθητη ειρωνεία του συνομιλητή του. Μία φορά μπορούσε να χάσει την αυτοκυριαρχία του, δεύτερη θα ήταν ανεπίτρεπτο. Μετά θα έπρεπε να μιλήσουν τα καναπουτσάρ, και η αποστολή του δεν μπορούσε να το επιτρέψει – όσο κι’αν το λαχταρούσε. «Και αυτό μας φέρνει στους επαναστάτες, Μπακς, που είναι η δική σου ευθύνη. Που βρίσκεται ο Ρεβινστίνκτ, Μπακς; Που βρίσκεται ο Άρσον, Μπακς;» Πρόφερε τις λέξεις μία μία, αργά, κοφτά, σαν δέκα καναπουτσαριές στην καρδιά του σερίφη.
Όμως εκείνος ατάραχος, σαν άγαλμα του Αγίου Γκράαλ. «Τους αναζητώ, κόμητα ντε Λαντρ» είπε απλά.
Ο ντε Λαντρ τον κοίταξε με ελάχιστα κρυμμένη αηδία. Αν δεν είχε αυτή την καταραμένη αποστολή... Ο Τεν Μπακς ήταν κάποτε το πιο γρήγορο καναπουτσάρ σε ολόκληρη τη Δύση, αλλά τώρα πια κυκλοφορούσε με ένα από αυτά τα αναθεματισμένα περίστροφα στη ζώνη... Το μόνο πράγμα που ο κόμης σιχαινόταν περισσότερο ακόμα και από την αυθάδεια ήταν η τεχνολογία. Δεν ήταν παράξενο που ο σερίφης δε μπορούσε να πιάσει επαναστάτη ούτε για δείγμα. Με το περίστροφο περίμενε να τους πιάσει; «Μα γιατί ο Αυτοκράτωρ ανέχεται ακόμα αυτό τον άχρηστο;» - η σκέψη πέρασε από το μυαλό του μόνο για μια στιγμή, πριν φύγει κυνηγημένη με την ουρά στα σκέλια. Ποτέ, ποτέ, ποτέ ο κόμης ντε Λαντρ δεν θα αμφισβητούσε τις επιλογές του Αυτοκράτορος.
Η Μουλίν ήταν εκνευρισμένη, και ο Φλάβιους Ζοζέφ είχε μάθει καλά πως όταν η Μουλίν του ήταν εκνευρισμένη έπρεπε πάντα να πηγαίνει με τα νερά της.
«Λοιπόν;», ρώτησε η κοπέλλα. «Δυο μεραρχίες Τσαλντεάνων βρίσκονται πίσω μας και άλλες τρεις μπροστά μας. Πως θα φτάσουμε στην Απωνία; Θα βγάλουμε φτερά και θα πετάξουμε; Τι είμαστε, βουβάλια;»
Ο Φλάβιους χαμογέλασε ανακουφισμένος. Τώρα θα την εντυπωσίαζε με την ευφυία του. «Είναι πολύ απλό, αγάπη μου. Θα περάσουμε μέσα από το δάσος».
Η απάντησή της δεν ήταν αυτή που περίμενε. «Το δάσος; Για όνομα του Κρισέικς... είσαι τελείως τρελός;»
Ο Φλάβιους Ζοζέφ άλλαξε χίλια χρώματα προσπαθώντας να καταλάβει τι ακριβώς προβλημάτιζε τόσο τη Μουλίν του. «Αν φοβάσαι τον Κλιν Σέβαν αγάπη μου...»
«Ο Κλιν Σέβαν είναι φάντασμα, Φλάβιους. Και ξέρω καλά ότι δεν βρίσκεται στο δάσος».
«Ε τότε τι; Ληστές; Με τούτο εδώ το καναπουτσάρ, Μουλίν, εγώ θα...»
Η Μουλίν ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά του. Σχεδόν τον άγγιζε. Του έκοψε την ανάσα. Η συνήθειά της να κυκλοφορεί γυμνή μέσα στη σκηνή του δημιουργούσε μια αναπάντεχη ταραχή – καμιά Απωνέζα δε θα έκανε ποτέ κάτι παρόμοιο, ούτε καν θα τολμούσε να το σκεφτεί.
«Άντρες... Όλοι οι άντρες είσαστε ίδιοι! Το μόνο που σκέφτεστε είναι τα καναπουτσάρ σας. Θα χρησιμοποιήσεις το καναπουτσάρ σου στα ραμόνια, Φλάβιους;»
Ώστε αυτό ήταν! Το κορίτσι του φοβόταν τα ραμόνια! Ο Φλάβιους Ζοζέφ ένιωσε ξαφνικά μια ακατανίκητη επιθυμία να την προστατέψει, να γίνει η ασπίδα της, το καναπουτσάρ της. «Όσο ζω, κανένα ραμόνι δε θα πειράξει έστω και μια τρίχα από τα μαλλιά σου, αγάπη μου», της είπε γλυκά αλλά σταθερά.
Η Μουλίν τον κοίταξε σαν να ήταν ούφο. «Ραμόνι, Φλάβιους; Δε θα με πειράξει κανένα...ραμόνι; Υπάρχουν πολύ πιο επικίνδυνα πράγματα από τα ραμόνια στο δάσος, Φλάβιους. Δεν έχεις ακούσει ποτέ να μιλάνε για τη Ζωντανίνα;»
Ο Φλάβιους Ζοζέφ γέλασε, αν και το γέλιο του αντήχησε στα αυτιά του ρηχό και κακομοιριασμένο. «Η Ζωντανίνα είναι απλά μια φήμη», είπε. Σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σχημάτισε το σήμα του Σολούκα με τα δάχτυλά του.
«Για εμάς τους Νομανσλανδιανούς, ο Ερμής ο Τριζμεζίστ είναι φήμη. Εσύ τι πιστεύεις, Φλάβιους; Είναι φήμη ο Ερμής ο Τριζμεζίστ;»
Ήξερε πολύ καλά τι ήθελε να πει η κοπέλλα του, και ήξερε ότι είχε δίκιο. «Εντάξει λοιπόν, η Ζωντανίνα είναι στο δάσος», είπε με προσποιητή ανεμελιά. «Για να δούμε λοιπόν τι θα λέει η Ζωντανίνα όταν θα δοκιμάσει το καναπουτσάρ μου...»
Η Μουλίν σχεδόν ούρλιαξε από τα νεύρα. «Αν δεν ήμουν κορίτσι με αρχές, Φλάβιους, θα σου έλεγα που να βάλεις το καναπουτσάρ σου...»
Ο Σκοτ Πόλαρ κατάφερε επιτέλους να ξεφορτωθεί τον αρχιδούκα Γκρήτινγκς στα σύνορα με την Απωνία. Δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει ο Γκρήτινγκς στα σύνορα, ούτε και που τον ένοιαζε καθόλου. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να απαλλαγεί από εκείνο το γαλαζοαίματο τενεκέ όσο γρηγορότερα γινόταν.
Και αμέσως μετά, μια καινούργια αποστολή. Δεν είχε ιδέα τι ήθελε να κάνει ο καινούργιος του εργοδότης στο Απαγορευμένο Δάσος, αλλά η σκέψη πως θα μπορούσε να γίνει ο πρώτος Νομανσλανδιανός που θα έβλεπε ραμόνια από τον καιρό της βασιλείας του Τσινγκ του 0, παπού του σημερινού αυτοκράτορα, έκανε το αίμα του να κυλάει γρηγορότερα στις φλέβες του. «Μια πρόποση, Κάουαρντ Ρόμπερτ», είπε. «Ας χτυπήσουμε τα ποτήρια μας για τον Ροβιόλη».
«Η τελευταία δυσμενής εξέλιξις, όπως γνωρίζετε, ήταν η νίκη στας Απωνικάς εκλογάς του γνωστού λαϊκιστή ταραχοποιού Χοακίν ΑΝ Μουνια. Μία νίκη που εν πολλοίς ήτο προϊόν εκφοβισμού των ψηφοφόρων – θα ενθυμείστε το διαβόητον σύνθημα «Χοακίν ΑΝ Μουνια... Γιατί αν ΔΕΝ Μουνια...τότε θα μιλήσουν τα καναπουτσάρ!» Ο ΑΝ Μουνια κατάφερε να εκλεγεί «γενικός γραμματέας του κράτους περί των οικονομικών» - ο γνωστός ευφημισμός των Απώνων για τον πρωθυπουργόν τους, ανατρέποντας έτσι την φιλονομανσλανδιανήν κυβέρνησιν του Βισκόντ Λεβερχιούλμ. Επομένως πιστεύω ότι η μόνη λύσις που μας απομένει...»
«Μην ανησυχείς καλέ μου Ρήτζεντ», διέκοψε τον δεκάλεπτο μονόλογο του αφοσιωμένου του υπηκόου ο αυτοκράτορας Τσινγκ. «Έχουμε ακριβώς τον κατάλληλο άνθρωπο». Με ένα νεύμα του, η βελούδινη κουρτίνα τραβήχτηκε και εμφανίστηκε μπροστά στο εμβρόντητο συμβούλιο του Ντιν ένας πανύψηλος μαύρος, με πολύχρωμη κελεμπία, κοκκάλινα γυαλιά, και μαύρο φέσι.
«Γιο!, αδέρφια», είπε με τη βροντερή μπάσα φωνή του ο Μουσλίμ Μπρόδεργουντ. «Γύρισα. Δε χρειάζεται πια να ανησυχείτε για τίποτα».
«Καλέ μου Μουσλίμ, κάνε μας περήφανους», απάντησε με την ψιλή, σχεδόν τσιριχτή φωνή του ο Αυτοκράτορας Τσινγκ. Το Συμβούλιο του Ντιν πετάχτηκε πάνω και άρχισε να χειροκροτεί μανιασμένα.
Ο Τάλατ Μπλεντ καθόταν αμέριμνος πάνω σε ένα κορμό, καταμεσής του Απαγορευμένου Δάσους. Ξαφνικά, βήματα ακούστηκαν και μια κουκουλοφορεμένη φιγούρα εμφανίστηκε μπροστά του. Ο σκακιστής χαμογέλασε. «Τι νέα, Πράβο; Έμαθες που βρίσκεται ο λόρδος Κράουν;»
Ο Πράβο Γιάζντι τον κοίταξε αινιγματικά, όπως συνήθιζε. «Τον έπιασαν οι Τωντονίδες», είπε. «Τον πηγαίνουν στο Παπουνάνε να τον παραδώσουν στη Βροντούμ».
«Καλά, μερικοί βάρβαροι έπιασαν κοτζάμ λόρδο Κράουν; Δεν είχε μαζί το καναπουτσάρ του;»
Ο Πράβο χαμογέλασε στραβά. «Όταν σου ρίχνονται πεντακόσιοι αγριεμένοι Τοντωνίδες με τα σπιθονάκια τους, δεν έχεις πολλές πιθανότητες να γλιτώσεις. Στο Παπουνάνε θα σημάνουν οι καμπάνες, πολύ φοβάμαι».
«Μην ξεχνάς όμως ότι περιμένουμε ενισχύσεις».
Ο Πράβο Γιάζντι τον κοίταξε ανέκφραστος. «Στην πατρίδα μου, την Πολωνία, έχουμε μια παροιμία», είπε. «Όπου ακούς πολλά κεράσια, να κρατάς μικρό καναπουτσάρ».
Ο Τάλατ Μπλεντ χαμογέλασε ξαφνικά, σαν να θυμήθηκε κάτι αστείο. Έχωσε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε την αγαπημένη του σκακιέρα. «Μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις, νομίζω, προλαβαίνουμε μερικές γρήγορες».
Λίγα χιλιόμετρα πιο πίσω, ο Κάουαρντ Ρόμπερτ Φορντ και ο Σκοτ Πόλαρ είχαν τα δικά τους προβλήματα. Απόκοσμα ουρλιαχτά μέσα στη νύχτα, κραυγές που έκαναν το αίμα σου να παγώνει... «Τι είναι όλα αυτά, Σκοτ;», ρώτησε ο σκηνοθέτης που είχε χλωμιάσει.
«Μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά», αποκρίθηκε ατάραχος ο ατρόμητος εξερευνητής. «Η Ζωντανίνα έχει βγει για κυνήγι».
«Και τι κυνηγάει η Ζωντανίνα;»
«Εμάς, Κάουαρντ Ρόμπερτ»
«Άγιε μου Γκράαλ...» ψέλλισε ο σκηνοθέτης, κίτρινος σαν το φλουρί.
Ο Σκοτ Πόλαρ τον κοίταξε με μια ανεξήγητη ευθυμία. «Μην ανησυχείς, Κάουαρντ Ρόμπερτ. Δε θα κινδυνέψουμε».
«Μα πως...;»
«Έτσι», απάντησε ο εξερευνητής – ακριβώς εκείνη τη στιγμή έφταναν σε ένα ξέφωτο – δείχνοντάς του ένα λαμπερό κρυστάλλινο κτίριο που υψωνόταν μπροστά τους. «Ένα αγιοκαλύβι. Θα μείνουμε εδώ μέχρι να ξημερώσει».
Την πρώτη φορά που την είχε δει να κρατάει καναπουτσάρ κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό. «Μα Μουλίν, οι κοπέλλες δεν...» είχε αρχίσει να λέει. Εκείνη τον έκοψε, όπως συνήθιζε. «Αλήθεια, Φλάβιους; Οι κοπέλλες δεν; Τι, με πέρασες για καμιά Απωνέζα φλούφλισσα; Εγώ γεννήθηκα με το καναπουτσάρ στο χέρι». Ο Φλάβιους Ζοζέφ είχε αλλάξει δεκαπέντε χρώματα, αλλά δεν είχε πει τίποτα. Αγαπούσε την πατρίδα του, τιμούσε τις παραδόσεις... αλλά γι’ αυτή τη γυναίκα θα μπορούσε να κάνει τα πάντα. Τα πάντα!
Τώρα η Μουλίν περπατούσε μπροστά του – απαράδεκτο, κι’ αυτό, αλλά τουλάχιστο έτσι μπορούσε να φυλάει τα νώτα της – κρατώντας στο ένα χέρι το καναπουτσάρ και στο άλλο μια μικρή βαλλίστρα. Ο Φλάβιους ήταν οπλισμένος σαν παραδοσιακός Άπωνας, με μικρό και μεγάλο καναπουτσάρ στα χέρια. Προχωρούσαν αλαφροπάτητα, σαν τα φτερωτά βουβάλια. «Αν μας ακούσει η Ζωντανίνα, όλα τα καναπουτσάρ μας δεν αξίζουν δυο λουμπέσα», σκέφτηκε. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ πιο συνετός και προσγειωμένος απ’ όσο άφηνε τη Μουλίν να πιστεύει.
Εκείνη τη στιγμή, στον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους ακούστηκε ένα στριγγό γέλιο. Πρόλαβε να ρίξει μια ματιά προς τα πάνω, και μετά έτρεχαν και οι δύο σαν τρελοί ανάμεσα στα δέντρα, με πρασινοκίτρινες μπάλες φωτιάς να σκάνε γύρω τους και δίπλα τους. «Μπουα χα χα χα χα», γέλαγε η Κακιά Φαλακρίνα, πετώντας ανάμεσα στις κορυφές των δέντρων πάνω στη σκούπα της. «Γιατί τρέχετε, λουκουμάκια μου; Αφήστε με να σας μεταμορφώσω σε μοσχοπόντικες!»
Ξαφνικά ένα χέρι τους έγνεψε από μια κουφάλα ενός δέντρου. «Εδώ, εδώ» άκουσαν μια ψιλή φωνούλα να λέει. Χωρίς να το σκεφτούν καθόλου, έτρεξαν και χώθηκαν μέσα στην κουφάλα.
Χρειάστηκαν λίγα δευτερόλεπτα για να καταφέρουν να δουν μέσα στο ξαφνικό σκοτάδι – μέσα στην κουφάλα όμως έλαμπε ένα βιολετί φως. Ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι με πολύ χοντρή μύτη και ένα μονάχα πόδι τους κοιτούσε θλιμμένα. «Από δω, από δω, ακολουθήστε με», τους ψιθύρισε και άρχισε να τρέχει χοροπηδηχτά σε μια στενή κατηφορική σήραγγα. Ο Φλάβιους και η Μουλίν το ακολούθησαν. Η μαγεία μέσα στη σήραγγα ήταν τόσο πυκνή που ένιωθαν κάθε τρίχα στα σώματά τους να ορθώνεται.
Μετά από ένα ταξίδι που φάνηκε ατελείωτο, βρέθηκαν ξαφνικά σε μια πελώρια αίθουσα, λουσμένη με ένα περίεργο χρυσοπράσινο φως που φαινόταν σαν να μην έρχεται από πουθενά. Η αίθουσα ήταν γεμάτη με μονοπόδαρα χοντρομύτικα ανθρωπάκια. Στο κέντρο της, πάνω σε μια υπερυψωμένη πλατφόρμα, στεκόταν ένας ψηλόλιγνος άντρας, με πράσινα κουρελιασμένα ρούχα και μακριά μαύρα μαλλιά. Φορούσε ένα πολύ ψηλό καπέλο που έμοιαζε με καμινάδα και στα χέρια του κρατούσε ένα κατάμαυρο βιολί. Μόλις τους είδε άρχισε ξαφνικά να παίζει έναν ξέφρενο σκοπό – τα ανθρωπάκια άρχισαν να χορεύουν τρελά, και μια ακατανίκητη επιθυμία για χορό άρχισε να γεμίζει τις καρδιές του Φλάβιους και της Μουλίν και μετά άρχισαν να χορεύουν, να χορεύουν, να στροβιλίζονται και να στροβιλίζονται...
Κάποια στιγμή, μετά από ποιος ξέρει πόσες ώρες, ο βιολιστής σταμάτησε απότομα – ο Φλάβιους και η Μουλίν κατέρρευσαν ξεθεωμένοι. Τα ανθρωπάκια γύρω τους σταμάτησαν να χορεύουν κι’ αυτά, αλλά δε φαίνονταν καν να έχουν ιδρώσει.
Ο βιολιστής τους κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά – τα μισά του δόντια ήταν μαύρα και τα υπόλοιπα έλειπαν. «Καλώς ήρθατε στη χώρα μου», τους είπε. «Είμαι ο Ροβιόλης και αυτά εδώ είναι τα ραμόνια μου».
«Από τα ξημερώματα ιπτάμενα βουβάλια πετούν σε σχηματισμούς μάχης πάνω από τις Νότιες Κουρέλες. Ο μεγάλος μας ηγέτης, Χοακίν ΑΝ Μουνια, δήλωσε κατηγορηματικά σήμερα το πρωί ότι οι Νότιες Κουρέλες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του Απωνικού εδάφους και δεν πρόκειται να εκχωρήσουμε ούτε σπιθαμή των εδαφών μας στους άξεστους εισβολείς. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, πρόεδρος του φιλονομανσλανδιανού κόμματος, Βισκόντ Λεβερχιούλμ, βρίσκεται σε κατ΄ οίκον περιορισμό. Ο ηλεγμένος Stephen Elop βρίσκεται καθ’ οδόν προς τις Νότιες Κουρέλες επικεφαλής του γενναίου Απωνικού στόλου. Ζήτω η Απωνία! Ζήτω ο μεγάλος ηγέτης Χοακίν ΑΝ Μουνια! Θάνατος στους Τσαλντεάνους!»
Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό στο μικρό χωριό, κοντά στα βορειοδυτικά σύνορα της Νομανσλάνδης. Ο ήλιος χαμογελούσε στα πράσινα λιβάδια, γεμάτα με βουβάλια που βόσκαγαν και τριπόδιζαν χαρούμενα. Ο σαββατιάτικος ιερέας χτυπούσε χαρμόσυνα την καμπάνα της μικρής εκκλησίας του Άη-Γκράαλ. Η μαμή Τοντ, καθισμένη σε ένα μικρό σκαμνάκι, ξεγεννούσε μια νεαρή βουβάλα. Το μικρό βουβαλάκι, καλυμμένο ακόμα με αμνιακό υγρό, κούνησε αδύναμα τις φτερούγες του. Η μητέρα του το τράβηξε κοντά της και άρχισε να το γλείφει.
Ο Ρεβινστίνκτ χαμογέλασε. «Καλή δουλειά, μαμή Τοντ», είπε. «Όπως πάντα».
Κανείς δε θα φανταζόταν ότι ο μεγαλύτερος επαναστάτης της Νομανσλάνδης ζούσε ειρηνικά σαν αγρότης σε ένα μικρό χωριό κοντά στα σύνορα. Κανείς, εκτός από τη μαμή Τοντ, δεν ήξερε την αλήθεια.
Εκείνη τη στιγμή, η σιγαλιά του πρωινού σκίστηκε από τις τρομαγμένες φωνές του μικρού γιου του Ρεβινστίνκτ, που μόλις φάνηκε λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος στην άκρη της δημοσιάς. «Οι Προύτσοι! Τρεχάτε να σωθείτε, έρχονται οι Προύτσοι!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου