Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Έγκλημα στη Νομανσλάνδη


-Θὰ δικαστῇς γιὰ μειοδοσία ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν, γρύλλισε φανερὰ ἐξωργισμένος ὁ Τσαλντεᾶνος καὶ τὰ κρόσσια τῶν φανταχτερῶν ἐπωμίδων του πήγαιναν πέρα δῶθε καθὼς κουνοῦσε μὲ δύναμι τοὺς ὥμους του.
-Ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν! τραύλισε ψιθυριστὰ κάποιος ὑπολοχαγὸς δίπλα μου κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν δύστυχο πρίγκηπα Ῥῆτζεντ.
-Μᾶλλον τὴν ἔχει ἄσχημα, πρόσθεσα σκύβοντας στὸ ἀφτί του. Ποιός εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς;


Ο ἐπιθεωρητὴς Τὲν Μπὰξ ξεφύλλιζε τὴν ἀτζέντα του ὅταν μιὰ καλοδεχούμενη αὔρα χάιδεψε τὸ πρόσωπό του. Κάποιος εἶχε ἀνοίξει τὴν βαριὰ ξύλινη πόρτα κι εἶχε κυριολεκτικὰ εἰσβάλει στὸ μικρὸ καφὲ φέρνοντας μαζί του κάτι ἀπὸ τὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῶν δρόμων τῆς πόλεως. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” φώναξε μόλις κατάφερε νὰ δαμάσῃ τὸ λαχάνιασμά του, “γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπιθεωρητά! Τί εἶναι πάλι αὐτό;”. Μόνο τότε ὁ ἐπιθεωρητὴς Μπὰξ παρατήρησε πὼς ὁ παράξενος νεραὸς κράδαινε μιὰ τσαλακωμένη ἐφημερίδα μὲ τὸ δεξί του χέρι. Ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὅτι αὐτὸς ὁ ἀσουλούπωτος φωνακλᾶς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιὰ μπορεῖ τελικὰ καὶ νὰ μὴν έρχόταν κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ την διαδήλωσι, ὅπως ἀρχικὰ εἶχε ὑποθέσει μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποὺ τοῦ ἔριξε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονταν ἀκόμη συνθήματα, ὅμως τίποτε στὰ μάτια τοῦ νεαροῦ δὲν πρόδιδε πρόσφατη ἐπαφὴ μὲ δακρυγόνα. “Κι ὅμως” συλλογιζόταν ὁ Μπάξ, “εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἔχουν πέσει πολλὰ ἀπὸ δαῦτα”. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” οὔρλιαξε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ νεοφερμένος κι ὁ σερβιτόρος ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔδειχνε νὰ μὴ νοιάζεται καθόλου βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ μπὰρ καὶ μὲ μεγάλα ἀπειλητικὰ βήματα προχώρησε βουβὸς πρὸς τὴν μισάνοιχτη ἀκόμη πόρτα. “Ὁ πρίγκηπας Ῥῆτζεντ δικάζεται αὔριο ἀπὸ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν!” πρόλαβε νὰ πῇ τελικὰ ὁ σγουρομάλλης κι ἔπειτα, σὰν γιὰ νὰ κορυφώσῃ τὴν δραματικότητα τῆς σκηνὴς σωριάστηκε φαρδὺς πλατὺς μ’ὅλους τοὺς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε περίπου πόντους του στὰ πλακάκια τοῦ πατώματος. “Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο!”μονολόγησε ἀμήχανα ὁ σερβιτόρος ἐν ᾦ ὁ πάντα ἀτάραχος Μπὰξ ἔσβηνε τὸ τσιγάρο του στὸ γυάλινο τασάκι τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀπὸ τὸ ἤχεῖο πίσω του οἱ πρῶτες νότες τῆς Ἐνάτης τοῦ Μποχεμιὰν διαδέχονταν μιὰ ὄχι καὶ πολὺ εὐχάριστη στ’ ἀφτιά του ἄρια ἀπὸ τὴν “Βασίλισσα τῶν Spades” .


Ὅτι ὁ καθηγητὴς Ῥεβιστὶνκτ εἶχε σ’ὅλη τὴν Νομανσλάνδη τὴν φήμη τοῦ δικηγόρου τῶν ἀδικημένων ἦταν κοινὴ γνῶσι ἀκόμη καὶ σὲ ξένους ὅπως ἐγώ. Ἐκεῖνος ὁ κοντόχοντρος συνταγματολόγος μὲ τὸ γκρίζο μουστάκι, τὰ ὁλοστρόγγυλα καὶ βαλμένα σὲ χρυσὸ σκελετὸ ματογυάλια του, τὶς μαῦρες τιράντες καὶ τὸ ἐμπριμέ παπιγιὸν ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας συγκρατοῦσε μιὰ συνεχῶς ἔτοιμη νὰ ξεχειλίσῃ πλαδαρὴ μᾶζα λαιμοῦ ἦταν γιὰ περισσότερες ἀπὸ τρεῖς δεκαετίες ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλων τῶν ἐπὶ πτυχίῳ φοιτητῶν τῆς Νομικῆς. Ἂν καὶ εἶχαν περάσει περισσότεροι ἀπὸ ἕξι μῆνες ἀπὸ τὸ τελευταῖο του μάθημα μέσα στὸ μεγάλο ἀμφιθέατρο τῆς Σχολῆς, ἕνα μάθημα ποὺ ὅπως μὲ διαβεβαίωνε σὲ κάθε εὐκαιρία ὁ Μπὰξ εἶχε προσελκύσει ὡρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ὀνόματα τοῦ παγκόσμιου ἀκαδημαϊκοῦ στερεώματος ὅπως τὸν περιώνυμο δόκτορα Τάλαντ Μπλὲντ ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ καμμιὰ τριακοσαριὰ τίτλους δημοσιεύσεων μετροῦσε στὸ ἐνεργητικό του καὶ περισσότερα ἀπὸ 4 παγκόσμια πρωταθλήματα σκακιοῦ, ἐν τούτοις δὲν εἶχε πάψει ἀκόμη νὰ διατηρῇ τὸ δικό του γραφεῖο στὸ Πανεπιστήμιο. Ὄχι ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα βέβαια, ἦταν κάτι ποὺ ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλους τοὺς ὁμότιμους, μόνο ποὺ ἐκεῖνοι εἶχαν παραιτηθῆ ἀπὸ τὸ τελευταῖο τους αὐτὸ δικαίωμα ἀναγνωρίζοντας τὰ τεράστια χωροταξικὰ προβλήματα τοῦ ὑπερτετρακοσιετοῦς ἱδρύματος. Οἱ κακὲς γλῶσσες πάντως δὲν εἶχαν σταματήσει ἀκόμη νὰ ὑπενθυμίζουν στοὺς πιὸ ἀνυποψίαστους ὅτι ἐν ᾧ ἡ συνταξιοδότησι τῶν ἄλλων καθηγητῶν συνωδευόταν ἀπὸ μιὰ ἐυγενικὴ ὑπόμνησι αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν προβλημάτων σύμφωνα μὲ μιὰ ἐθιμικὰ πιὰ παγιωμένη πρακτικὴ τῆς κοσμητείας, γιὰ τὸν καθηγητὴ Ῥεβιστὶνκτ τηρήθηκε μιὰ διακριτικὴ σιωπή. “Σίγουρα οἱ σχέσεις τοῦ καθηγητῆ μὲ τὸν πρίγκηπα Ῥῆτζεντ μέτρησαν” εἶπε ὁ Μπὰξ καὶ μοῦ ‘κλεισε μὲ νόημα τὸ μάτι καθὼς ἀνεβαίναμε τὰ σκαλιά. Ὁ ὅροφος μὲ τὰ γραφεῖα τῶν καθηγητῶν ἔμοιαζε περισσότερο μ’ἕναν μακρὺ διάδρομο γεμᾶτο μὲ πόρτες σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς πλευρές του. “Καὶ πῶς θὰ βροῦμε τώρα τὸ γραφεῖο τοῦ Ῥεβιστίνκτ;” ῥώτησα λαχανιασμένος ὅταν μὲ τρόμο σχεδὸν διαπίστωσα ὅτι στὶς πόρτες δὲν ὑπῆρχε κανενὸς εἴδους ἀρίθμησι. “Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο εὔκολο” ἀποκρίθηκε ὁ Μπὰξ καὶ χαμογέλασε ἰσιώνοντας τὸ καπέλο του. “Στὸ ἐξωτερικὸ ὑπέρθυρο τοῦ γραφείου του θὰ δῇς ἕνα μεγάλο πορτραῖτο τοῦ Μπασὲν ντὲ Λάντρ”. Ἤθελα νὰ ῥωτήσω πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ πορταῖτο νὰ βρίσκεται ἀκόμη στὴν θέσι του, μὰ γρήγορα θυμήθηκα πὼς δὲν βρισκόμουν πιὰ στὴν Ἑλλάδα κι ἔτσι ἀρκέστηκα μόνο νὰ ἐκφράσω τὴν δεύτερη ἀπορία μου: “Γιατί εἰδικὰ τοῦ Κόμητος ντὲ Λὰντρ;”. Ἀλλὰ ἀντὶ γι’ἀπάντησι ὁ Μπὰξ ἄφησε ἕναν σιγανὸ ἀναστεναγμὸ νὰ δραπετεύσῃ ἀπὸ τὰ ξεραμένα του χείλη καὶ μοῦ ‘κανε νόημα νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου.


“Ἀλήθεια, Τέν”, εἶπα στὸν Μπὰξ μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο ποτήρι ουΐσκι, “ποτὲ δὲν μοῦ μίλησες γιὰ τὸ ὄνομά σου”. Ὕστερα ἀπὸ τὴν δολοφονία τοῦ Γιάζντι εἴχαμε κι οἱ δυὸ ἀνάγκη νὰ ξεφεύγουμε ποῦ καὶ ποῦ ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεσι τῶν γεγονότων ἀποφεύγοντας συστηματικὰ νὰ μιλήσουμε γι’αὐτὰ καὶ μεταθέτοντας μὲ μιὰ σιωπηρὴ συμφωνία τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ μερικὰ πιὸ ἀνώδυνα -καὶ λίγο πιὸ προσωπικά- ζητήματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πολωνοῦ ὁδηγοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ χρόνια μὲ συνώδευε στὶς πιὸ δύσκολες ἀπὸ τὶς δημοσιογραφικές μου ἀποστολές, νεκροῦ μέσα στὸ τεθωρακισμένο αὐτοκίνητο ποὺ μοῦ εἶχε παραχωρηθῇ ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος καὶ μὲ μιὰ σφαῖρα φυτεμένη στὸν δεξιό του κρόταφο δἐν ἔλεγε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ μυαλό μου. “Ὁ πατέρας μου” τραύλισε ὁ Μπὰξ καὶ μιὰ ὑπογάλαζη τολύπη καπνοῦ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του ἔμεινε νὰ ἑνώνῃ τὴν μεταξύ μας ἀπόστασι σὰν τροχιοδεικτικὸ τῶν μισοσβημένων του λέξεων, “ὁ πατέρας μου εἶχε τὴν ἴδια σκοτεινιὰ στὸ βλέμμα του”. Δὲν χρειάστηκε νὰ μοῦ πῇ περισσότερα. Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι μιλοῦσε γιὰ τὴν σλάβικη μελαγχολία τῶν ματιῶν τοῦ Γιάζντι, αὐτὴ ποὺ ἔμελλε νὰ σκεπάσῃ τελικὰ τὸ πρόσωπό του σὰν νεκρικὴ μάσκα. “Τέν” προσπάθησα νὰ τοῦ πῶ, ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲ διέκοψε ἀπότομα μ’ἕνα του νεῦμα. Ξανάβαλε ποτὸ ἀφήνοντας τὴν ἀπόστασι ἀνάμεσα στὸν πάτο τοῦ ποτηριοῦ του καὶ στὴν ὑγρὴ ἐπιφάνεια τοῦ περιεχομένου του νὰ μεγαλώσῃ ἐπικίνδυνα. “Ὁ πατέρας μου ἀγαποῦσε πολὺ τὸ θέατρο, Τσέτσνια” εἶπε τελικὰ καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἡ στάθμη τοῦ ποτηριοῦ του ἔπεσε στὸ μισό. “Λάτρευε νὰ βλέπῃ ξανὰ καὶ ξανὰ ἐπὶ χρόνια τὴν ἴδια παράστασι, κάθε χρόνο μὲ ἄλλους ἠθοποιούς καὶ κάθε φορὰ εὕρισκε κάτι καινούργιο νὰ πῇ”. Σταμάτησε λίγο προσπαθῶντας μάταια νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησί του. Ἴσως νἄθελε ν’ἀποφύγῃ κάποιο σπάσιμο τῆς φωνῆς. ” Θυμᾶμαι πόσο πολὺ ἐνθουσιαζόταν καὶ πῶς μιλοῦσε συνέχεια γι’αὐτό”. “Γιὰ ποιό ἔργο μιλᾷς Τέν;” ῥώτησα χωρὶς νὰ σταματήσω στιγμὴ νὰ κοιτάζω τὴν Μουλὲν ποὺ χαμογελοῦσε μὲ ἐνοχλητικὴ εἰλικρίνεια σὲ κάποιον μελαμψὸ νεαρὸ ἀπὸ τὴν παρέα τοῦ τραπεζιοῦ της. “Γιὰ τὸν Γυάλινο Κόσμο μιλάω Τσέσνια” ἀπάντησε ὁ Μπὰξ καθὼς ἕνας ἄλλος νεαρός ἀπὸ τὸ παραδίπλα τραπέζι -ξανθὸς αὐτός- εἰσέπραττε τὸ ψυχρὸ βλέμμα τῆς ἐντυπωσιακὰ χτενισμένης συνοδοῦ του ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὶς δικές του κλεφτὲς ματιὲς στὴν Μουλέν. “Τὸ πραγματικό μου ὄνομα εἶναι Τενεσί, Τσέσνια” συνέχιζε ὁ Μπάξ, “ἀπὸ τὸν Τενεσὶ Οὐίλλιαμς”. Ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες ἡ πληροφορία αὐτὴ θὰ εἶχε προκαλέσει ἕνα κῦμα εἰρωνικοῦ γέλωτος ἀπὸ μεριᾶς μου, ὅμως τώρα ὁ μελαμψὸς νέος ἔπιανε τὸ χέρι τῆς Μουλέν κι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἐγκρίνω.


“Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας βδομάδα ὁ ξένος ἐπισκέπτης καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι ἡ Νομανσλάνδη εἶναι ἡ χώρα ποὺ σὲ ὅλους κάτι θυμίζει. Ἄν ἡ Ἀγγλία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βουλὴ περηφανεύεται καὶ γιὰ τὴν βουλὴ τῶν Λόρδων ὅλοι ξέρουν πὼς στὴν Νομανσλάνδη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βουλὴ ὑπάρχει καὶ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν. Καὶ ἂν στὴν Ἀγγλία οἱ λόρδοι φοροῦν ἀκόμη πουδραρισμένες περουκίτσες, στὴν Νομανσλάνδη ἀποτελεῖ ἱερὴ σχεδὸν παράδοσι ἡ ἄφιξι τῶν μελῶν τοῦ Συμβουλίου στὸ περίφημο πιὰ κτίριο τῶν συνεδριἀσεων, κι ἄλλοτε κάστρο τοῦ βαρώνου Μούτινγκ, μὲ τέθριππες ἅμαξες. Οἱ περισσότερο ἐνημερωμένοι ἀπὸ σᾶς θὰ θυμᾶστε τὸ ἱπτάμενο τσίρκο τοῦ φὸν Ῥιχτχόφεν, μόνο ὅμως ὅσοι ταξιδέψετε στὴν Νομανσλάνδη θἄχετε τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσετε μιὰ ἀληθινὰ ὀνειρικὴ ἐμπειρία πετῶντας μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ “φτερωτὰ βουβάλια”, τὰ καμάρια τῆς Ῥὲντ Ἄι, τῆς κρατικῆς πολιτικῆς ἀεροπορίας τῆς Νομανσλάνδης”. Ἔκλεισα τὸν ταξιδωτικὸ ὁδηγὸ μ’ἕναν ἀναστεναγμὸ ποὺ ὁ Μπὰξ κατὰ τὴν προσφιλῆ τακτική του δὲν ἄφησε ἀσχολίαστο. “Ποιοί δαίμονες σὲ κυνηγοῦν πάλι Τσέσνια;” ῥώτησε. Ἕνα ἀπότομα φρενάρισμα τοῦ ταξιτζῆ μὲ τίναξε ἴσια μπροστά, κι ὰν δὲν φοροῦσα ζώνη ἀσφαλείας οἱ δαίμονες ποὺ ἔλεγε ὁ Μπὰξ θὰ χόρευαν ἤδη γύρω ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ καζανιοῦ μου. Ἀναπόλησα τὸ ἁπαλὸ τσούλημα τοῦ παραδομένου στὰ ἐπιδέξια χέρια (καὶ πόδια) τοῦ Γιάζντι αὐτοκινήτου, ἀλλ’αὐτὴν τὴν φορὰ κατάφερα νὰ συγκρατηθῶ κι ἔτσι ἡ θλιβερὴ θύμησι σβήστηκε μέσα μου πρὶν προλάβῃ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ στόμα μου ὑπὸ τὴν μορφὴ ἀναστεναγμοῦ. “Ἡ βιβλιοθήκη εἶναι δύο στενὰ παρακάτω” μουρμούρισε αὐστηρὰ ὁ ταξιτζῆς. Ἀπὸ το καθρέφτη τοῦ παρμπρὶζ μποροῦσα νὰ δῶ μόνο τὸ πρόωωρο ἀναφάλαντωμά του: μιὰ κατάμαυρη ὀξυνώνια τριχωτὴ χερσόνησος διεισέδυε σὲ μῆκος ἀρκετῶν πόντων στὸ κάτασπρο καὶ γυαλιστερό του κούτελο. Πειρσσότερο φαινόταν σὰν νὰ κρέμεται, ὅπως κρεμόταν μπροστὰ ἀπ’ τὴν ὀθόνη ἡ γωνία ἀπὸ τὸ πετσετάκι ποὺ ἔβαζε πάνω στὴν τηλεόρασι ἡ γιαγιά μου. Τρίτος ἀναστεναγμός. Κι αὐτὸς σβησμένος πρὶν ἐνωθῇ μὲ τὸν ἀέρα. “Ἄσε μας ἐδῶ” γαύγισε ἀπότομα ὁ Μπὰξ κι ἕνα ἀκὀμη ξαφνικὸ φρενάρισμα μ’ἔκανε νὰ πιστέψω γιὰ λίγο στὴν Μόρα. Εὐτυχῶς κατάλαβα ἀπὸ τὸ ἑπόμενο κιόλας δευτερόλεπτο ὅτι ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τὴν ζώνη. “Καταραμένε Μπάξ!” σκέφτηκα, ἐκεῖνος ὅμως ἤδη ἔχωνε τὸ χέρι του στὴν τσέπη. Ἀσυναίσθητα τὄχωσα κι ἐγώ. Ἀνατρίχιασα μόλις ἡ χαρτονένια γωνία τσίμπησε τ’ἀκροδάχτυλά μου. Τὴν εἶχα ξεχάσει ἐκεῖ μέσα. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ ὁ ῥεσεψιονὶστ μοῦ πάσσαρε τὸν κίτρινο φάκελο μὲ σφραγίδα ταχυδρομείου Ἀργεντινῆς. Ὡραία κάρτ-ποστάλ. Μπουένος Ἄιρες αὐτὴν τὴν φορά. Τὴν φανταζόμουν μέσα στὴν ἀσπροκόκκινη στολὴ τῶν ἀεροσυνοδῶν τῆς Ῥὲντ Ἄι ποὺ τόσο μὲ ἄναβε κι ἄρχισα νὰ δαγκώνω τὰ χείλη μου ὅπως ἔκανα πάντα ὅταν ξεχνιόμουν. “Θὰ βγῇς καμιὰν ὥρα; Ἔχω γίνει μούσκεμα ἐδῶ ἔξω” ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Μπάξ. Ὑπερβολές. Ἀφ’ οὗ κρατοῦσε μιὰ ὀμπρέλλα ἵσαμε τὸν θόλο τοῦ Ἰνστιτούτου Σκὸτ Πόλαρ λὲς κι εἶχε βγῆ ἀπὸ φὶλμ νουὰρ τοῦ Κάουαρντ Ῥόμπερντ Φόρντ. Ἡ εἰκόνα τῆς Μουλὲν μέσα στὴν στολή της δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ νοῦ μου οὔτε κὰν ὅταν πιασμένοι ἀγκαζὲ σὰν ζευγαράκι, γιὰ νὰ χωρᾶμε κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλλα, ἀνεβαίναμε τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης. Ἡ κὰρτ ποστὰλ παρέμενε πεισματικὰ στὴν τσέπη μου μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ στὴν στέπη τοῦ Μπὰξ φώλιαζε μόνιμα τὸ γεμᾶτο καναπουτσάρ του.

   
Ὁ ψηλὸς λακὲς μὲ τὶς νταντελένιες ἀπολήξεις τῶν μανικιῶν, τὸ χρυσοποίκιλτο γιλέκο καὶ τὴν γαλάζια κορδέλλα στὴν οὐρὰ τῆς περούκας του πῆρε τὴν στροφὴ στὸν διάδρομο σὰν γνήσιος Ἐγγλέζος μπάτλερ, γυρίζοντας ὁλόκληρο τὸ σῶμα του καὶ χωρὶς φυσικὰ νὰ ὲπιτρέψῃ οὔτε γιὰ ἕνα δευερόλεπτο στὴν νοητὴ γραμμὴ ποὺ ἕνωνε τὶς δυὸ βικτωριανὲς ἀπλίκες τῶν ἑκατέρωθεν τοῦ διαδρόμου τοίχων νὰ ὑπερβῇ τὸ ὕψος τῆς γρυπῆς του μύτης. “Ἡ αὐτοῦ Ὑψηλότης ὁ Διάδοχος πρίγκηψ Ῥῆτζεντ θὰ δεχθῇ τώρα τὸν δόκτορα Μπλέντ”. Ὁ οἰκογενειακὸς γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων, γιὰ τὸν ὁποῖο κάποτε ἀστειεύομενος ὁ Ῥόμπερτ Κάουαρντ Φὸρντ εἶχε δηλώσει σὲ συνένετευξί του πὼς τὸν ἤθελε πρωταγωνιστὴ στὸ ῥημέηκ τὴς 7ης σφραγίδας ποὺ ἑτοίμαζε, ἂν καὶ μπαινόβγαινε στ’ἀνάκτορα τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια μὲ τὴν ἴδια ἄνεσι ποὺ τριγύριζε στὴν κουζίνα τοῦ σπιτιοῦ του, ποτὲ δὲν εἶχε συνηθίσει ὅλες αὐτὲς τὶς τυπικότητες τοῦ πρωτοκόλλου. Κάτι ἀπὸ τὴν προφορὰ τοῦ λακὲ ποὺ μιλοῦσε τὰ νομανσλανδικὰ ὅπως ὁ Κικέρων τὰ καταλανικά, κάτι ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ κουραστικὸ πιὰ γιὰ τὴν ἡλικία του ταξίδι στὸ χρόνο ποὺ συνεπαγόταν κάθε ἐπίσκεψί του στὰ βασλικὰ ἄδυτα, κάτι ἀπὸ τὴν τελευταία ἐκδοτικὴ ἀποτυχία τοῦ πρόσφατου σκακιστικοῦ του ἐγχειριδίου καὶ τὸ στομάχι ἦταν πιὰ ἕνας τέλεια δεμένος κόμπος ὅταν ἔμπαινε στὴν μεγάλη αἴθουσα ὑποδοχῆς ὡδηγημένος ἀπὸ τὸν βραδύγλωσσο λακὲ καὶ τὸν ἐκνευριστικὸ ἦχο ποὺ ἄφηναν τὰ γοβάκια του στὸ μαρμάρινο πάτωμα. Ὁ πρίγκηπας Ῥῆτζεντ, μὲ τὸ πρόσωπο βυθισμένο στὶς παλάμες του καὶ τοὺς ἀγκῶνες στηριγμένους πάνω σ’ἕνα βαρὺ δρύινο τραπέζι μὲ λιονταρίσια πόδια σήκωσε τὸ βλέμμα του μόνο ὅταν ἡ φωνὴ τοῦ λακὲ ποὺ ἀνακοίνωνε τὴν ἄφιξι τοῦ δόκτορος Μπλὲντ ἔφτασε στ’ ἀφτιά του σὰν ἦχος ἑνὸς ἀδέξια χτυπημένου γκόνγκ. “Καλέ μου Τάλατ!” ἀναφώνησε τρυφερὰ περισσότερο ἀναστενάζοντας καὶ λιγότερο μιλῶντας καθὼς ἡ τεράστια πόρτα πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ σκακιστῆ-γιατροῦ ἔκλεινε κι ὁ ἤχος ἀπὸ τὰ γοβάκια τοῦ ὑπηρέτη ἐξασθενοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο χάρι στὸ φαινόμενο Ντόπλερ. “Ὑψηλότατε, δὲν ἔχουμε χρόνο” εἶπε ὁ Μπλὲντ προφέροντας τὴν φράσι σὰν μιὰ μονοκόμματη λέξι. “Ὁ πατέρας σας…θέλω νὰ πῶ ὁ Μεγαλειώτατος Τσὶνγκ ἔχει ἤδη λάβει τὶς ἀποφάσεις του. Προτιμᾷ νὰ μεθοδεύσῃ μιὰ καταδίκη σας ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντὶν γιὰ νὰ ἐκπέσετε τοῦ δικαιώματος διαδοχῆς παρὰ νὰ ῥιψοκινδυνεύσῃ ἕνα σκάνδαλο παραδεχόμενος δημοσίᾳ ὅτι δὲν εἶστε γνήσιος γιός του”. Ὁ πρίγκηπας σηκώθηκε ὄρθιος κι ἔριξε μιὰ ματιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μιὰ ἵλη ἱππικοῦ ὑπὸ τὶς διαταγὲς δύο ἔφιππων Τσαλντεάνων ἔκανε πρόβες στὸν περίβολο τῶν Ἀνακτόρων γιὰ τὴν μεγάλη παρέλασι τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γκράαλ. “Ὑψηλότατε, νομίζω πὼς δὲν μὲ ἀκοῦτε. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύσι. Σκεφτήκαμε ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα. Ἡ ζωή σας κινδυνεύει πλέον ἀνὰ πᾶσα στιγμή. Ἔστω καὶ ἔκπτωτος ὅσο ζῆτε θὰ εἶστε μιὰ διαρκὴς ἀπειλὴ γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ πρίκηπα Γκρήτινγκς στὸν θρόνο”. Ἡ συνεχιζόμενη σιωπὴ τοῦ Ῥῆτζεντ ἔδινε στὸν Μπλὲντ τὴν ἐντύπωσι πὼς ἔπρεπε νὰ ἐπιστερατεύσῃ περισσότερη πειθώ. “Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, Ὑψηλότατε,” ἐξακολούθησε τὸ λογύρδιό του “ἤδη ὁ Ρεβιστὶνκτ βρίσκεται στὸ Μπουένος Ἄιρες, ἡ αἴτησι πολιτικοῦ ἀσύλου ἔχει γίνει δεκτὴ καὶ ἡ μυστικὴ πράκτορας Φλωρεντίνη ἔχει σταλῃ γιὰ νὰ προετοιμάσει τὴν ἄφιξί σας”. “Ἡ μυστικὴ πράκτορας Φλωρεντίνη…” ἐπανέλαβε μηχανικὰ ὁ πρίγκηπας δίκην ἠχοῦς σὰν νὰ πετοῦσε ἀλλοῦ μὲ τὸ μυαλό του. “Ὑψηλότατε!” εἶπε σὲ αὐστηρὸ τόνο ὁ Μπλὲντ φανερὰ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις τοῦ Ῥῆτζεντ. “Ἡ μυστικὴ πράκτορας Φλωρεντίνη, κωδικὴ ὀνομασία Μουλέν, ἔτσι δὲν εἶναι Τάλατ;” ῥώτησε ὁ πρίγκηπας ἐγκαταλείποντας ἐπιτέλους τὴν ἀκατανόητη ῥέμβη του. Ἀλλὰ δὲν πῆρε καμμία ἀπάντησι. “Πόσοι ἀπὸ τὸ Συμβούλιο εἶναι μὲ τὸ μέρος μου, Τάλατ;” ῥώτησε ξανὰ ὁ πρίγκηπας μὲ τὴν ἀντανάκλασι τῆς φλόγας τοῦ τζακιοῦ νὰ περιβάλῃ τὰ μάτια του μὲ μιὰ ἀλλόκοτη λάμψι. Ἕνα ῥῖγος ποὺ διαπέρασε τὴν ῥαχοκοκκαλιὰ τοῦ Μπλὲντ ἔφτασε μέχρι τὸ πάτωμα. “Μόνο ὁ Κρισέιξ, ‘Υψηλότατε”. “Ὁ Κρισέιξ!” φώναξε μὲ ὀργὴ ὁ πρίγκηπας καὶ χτύπησε τὴν γροθιά του στὸ δρύινο τραπέζι. “Αὐτὸς καὶ τὰ ῥόζ του σκάνδαλα! ἡ ὑποστήριξί του μόνο κακὸ θὰ μοῦ προξενήσῃ στὴν ὑπόθεσι τούτη”. Ὁ Μπλὲντ ἔμοιαζε νὰ τἄχῃ χαμένα. ‘Μὲ ὅλον τὸν σεβασμὸ νομίζω πὼς δὲν ἔχτε ἀκόμη σαφῆ ἐποπτεία τῆς καταστάσεως, Υψηλότατε” προσπάθησε νὰ ἐξηγήσῃ. “Χωρὶς τὴν ὑποστήριξι τοῦ Μεγαλειωτάτου δὲν ὑπάρχουν πιθανότητες ἐπιτυχοῦς ἀντιδράσεως. Καὶ ἐφ’ὅσον (ἡ φωνή του κυμάτισε λίγο ἀμήχανα) δὲν εἶστε γνήσιος ἀπόγονος του δὲν ὑπάρχει καμιὰ πιθανότητα νὰ μεταβληθῇ ἡ στάσι τοῦ Μεγαλειοτάτου”. Ὁ πρίγκηπας ξανακάθισε στὴν καρέκλα του, ῥίχνοντας αὐτὴν τὴν φορὰ ὅλο τὸ βάρος του στὸ βελούδινο ἐρεισίνωτο τῆς πολυθρόνας του. “Καλέ μου Τάλατ” ψιθύρισε ἀνοίγοντας τὰ χέρια του σὰν σὲ ἰσλαμικὴ προσευχή “ἡ στάσι τοῦ πατέρα μου εἶναι ὅλως ἀκατανόητη. Βλέπεις, ΕΙΜΑΙ πράγματι γιός του κι ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει καλά”.
  

Τύλιξε τὸ πλεχτό του κασκὸλ σφιχτότερα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό του. Ἦταν λάθος ποὺ τόσο καιρὸ δὲν φοροῦσε τὰ μουτὸν γάντια του. Τώρα τὸ δέρμα τῶν χεριῶν του, χτυπημένο ἀλύπητα ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τὸ κρύο τοῦ Βνουρὰπ ἔμοιαζε σωστὸ γυαλόχαρτο. Κατέβασε τὸν μάλλινο σκοῦφο του δυὸ πόντους χαμηλότερα, σήκωσε τὸν γιακά του μέχρι τοὺς λοβοὺς τῶν σχεδὸν κοκκαλωμένων ἀφτιῶν του κι ἀπόλαυσε μιὰ τελευταία ῥουφηξιὰ ἀπὸ τὸ στριφτό του τσιγάρο πρὶν τὸ πετάξῃ νευρικὰ στὸ λασπωμένο μονοπάτι. Τοὖχε μείνει συνήθειο ἀπὸ τὸν στρατὸ αὐτὴ ἡ ἐνοχὴ ποὺ καθρεφτιζόταν σὲ κάθε του κίνησι ὅποτε ἀναβε τσιγάρο μέσα στὴν νύχτα. “Ἡ καύτρα τοῦ τσιγάρου μπορῇ νὰ φανῇ ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀπόστασι πολὺ μεγαλύτερη τοῦ χιλιομέτρου” τοὺς ἔλεγε κάθε Πέμπτη στὴν νυχτερινὴ ἄσκησι ὁ λοχίας ἐκπαιδευτής κι αὐτὸς δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ διώξῃ αὐτὴν τὴν σκοτεινὴ αἴσθησι ποὺ τὸν κυρίευε κάθε φορὰ ποὺ ἐπιδιδόταν νύχτα στὸ λιγώτερο ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀκόμη κι ἂν γύρω του ἔφεγγαν φῶτα ἀρκετὰ γιὰ νὰ κάνουν τὸ τσιγαράκι του νὰ μοιάζῃ ταπεινὴ πυγολαμπίδα μέσα σὲ μιὰ θάλασσα ἄστρων. Ὅμως τώρα ἡ μόνη θάλασσα ἄστρων ποὺ μποροῦσε νὰ δῇ μέσα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα ποὺ ἄφηνε ἡ κουκούλα, τὸ κασκὸλ καὶ ὁ γιακᾶς του ἀπεῖχε ἀρκετὰ τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του. “ἵσως γι’αὐτὸ καὶ νὰ τὸ αἰσθάνωμαι τόσο βαρύ” σκέφτηκε καθὼς ἄναβε τὸν φακό του. Μιὰ ὑποκίτρινη κηλίδα μὲ διάμετρο ὄχι μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῶν τροχῶν τῆς μοτοσυκλέττας του ἔπεσε πάνω στὴν ξεθωριασμένη ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀφίσσα τῆς τσιμεντένιας μάντρας. Ἀκόμη κι ἔτσι τὰ πορτοκαλὶ γράμματα κάτω ἀπὸ τὸ γυναιεκῖο πρόσωπο μὲ τὴν παλιομοδίτικὴ ἀ λὰ μπὲλ ἐπὸκ κόμμωσι μποροῦσαν νὰ διαβαστοῦν σχετικὰ εὔκολα: “ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΗ ΑΗΔΩΝ-ΓΙΑ ΛΙΓΕΣ ΜΟΝΟ ΜΕΡΕΣ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ”. “Σκατά!” ἀναφώνησε μέσα στὴν ἐρημιὰ καθὼς ἡ κηλίδα ἔσβησε ἀπότομα μαζὶ μὲ τὰ γράμματα. “Τὴν πάτησα σὰν πρωτάρης”. Χτύπησε μὲ τὴν παλάμη του τὸ πίσω καπάκι τοῦ φακοῦ καὶ στὸ τέλος ἀποφάσισε ὅτι θὰ ἦταν πολὺ ἱκανοποιημένος ἂν αὐτὴ ἡ λεπτὴ δέσμη φωτὸς ποὺ μπόρεσε νὰ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ καταραμένο μαραφέτι του ἄντεχε γιὰ κανένα μισάωρο ἀκόμη. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στοὺς φωσφορίζοντες δεῖκτες τοῦ ῥολογιοῦ του. “Σὲ πέντε λεπτά” μουρμούρισε μέσα ἀπὸ τὰ δόντια του. Ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὸ βούτξε μέσα στὴν θήκη κάτω ἀπὸ τὴν σηκωμένη σέλλα τῆς μοτοσυκλέττας του. Ὄταν τὸ ξανασήκωσε ἕνας μαῦρος χαρτοφύλακας κρεμόταν ἀπὸ τὰ δάχτυλά του. “Δέκα ἑκατομμύρια μπρίκια” μονολόγησε κι ἕνα πνιχτὸ γέλιο τρόμαξε τὴν κουκουβάγια ποὺ τόση ὥρα τὸν κοίταζε ἀπὸ τὸ ψηλὸ δέντρο μπροστά του. Μ’ἕνα φτερούγισμα τὸ ἁρπαχτικὸ τῆς νύχτας χάθηκε πίσω ἀπὸ τὸν μαντρότοιχο. Περίμενε λίγο ἀκόμη. Ξανακοίταξε σκεφτικὸς τοὺς δεῖκτες τοῦ ῥολογιοῦ του, σήκωσε τὸ πόδι του σ’ἕνα ἀμφίβολο βῆμα κι ὕστερα μετανοιωμένος ἄφησε τὴν βαλίτσα κάτω καὶ κατέβασε τὴν σέλλα στὴν θέσι της. “Καὶ τώρα οἱ δυό μας, Μπλέντ!” εἶπε ἁρπάζοντας τὴν βαλίτσα κι ἄρχισε νὰ βαδίζῃ μὲ γοργὰ βήματα πάνω στὸ λασπωμένο μονοπάτι. Μέσα στὴν ἀφέγγαρη νύχτα ὁ Ἄρσον ἔμοιαζε μὲ δαίμονα μεσαιωνικοῦ μύθου.


“Ἡ κατάστασί του εἶναι πολὺ σοβαρή”.Ὁ γιατρὸς ἦταν κατηγορηματικός. Πιὸ πέρα μιὰ γριὰ μὲ τσεμπέρι στὸ κεφάλι καὶ τὰ σημάδια τῆς ὁλονύκτιας κοπώσεως νὰ ἐπιτείνουν τὴν ἀσχήμια τοῦ γηρασμένου προσώπου της ἔτρωγε κεφτεδάκια μέσα ἀπὸ τὸ πλαστικὸ τάπερ ποὺ κρατοῦσε πάνω στὰ γόνατά της. Ἡ μυρωδιὰ τοῦ τηγανισμένου κιμᾶ ἀνακατεμένη σ’ἕνα ἀηδιαστικὸ ὀσφρητικὸ κοτέηλ μὲ τὴν διάχυτη ὁσμὴ τοῦ ἀντισηπτικοῦ ποὺ πλημμύριζε τὸν διάδρομο μοῦ προκαλοῦσε ἀναγούλα. “Τί ἐννοεῖτε σοβαρή, γιατρέ;” ῥώτησε ὁ Τὲν Μπὰξ φανερὰ ἐκνευρισμένος. Τὸν εἶχα μάθει πιά. Ἤμουν σίγουρος γιὰ τὴν αἰτία τῆς νευρικότητάς του: εἶχε χρῶμα ἄσπρο καὶ κόκκινο (“σὰν τὴν στολὴ τῆς Μουλὲν” σκέφτηκα γιὰ μιὰ μόνο τόση δὰ στιγμὴ κι ὕστερα ἀπόδιωξα τὸν ἀνάρμοστο γιὰ τὴν περίστασι λογισμό μου μ’ἕνα στιγμιαῖο κι ἀνεπαίσθητο τίναγμα τοῦ κεφαλιοῦ), σχῆμα ὀρθογώνιο, μέγεθος λίγων τετραγωνικῶν ἑκατοστῶν καὶ μιὰ ἀλληλουχία ἀκατανόητων σ’ἐμένα συμβόλων ποὺ ὅλοι συμφωνοῦσαν ὄτι ἔπρόκειτο γιὰ γράμματα τοῦ νομανσλανδικοῦ ἀλφαβήτου. Ἀπὸ τὸ σκίτσο ποὺ συνώδευε ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀλλόκοτα σὰν ἱερογλυφιὰ ὀρνιθοσκαλίσματα δὲν ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω τὸ νόημά τους. Λιγώτερο ἢ περισσότερο εὐγενικὰ σοῦ ἕλεγαν ἁπλῶς ὅτι τὸ μέρος δὲν εἶναι κατάλληλο γιὰ θεριακλῆδες τύπου Τὲν Μπάξ. “Ὅ,τι μπορεῖ νὰ ἐννοῇ κανεὶς μὲ τὴν λέξι <>” ἀπάντησε ὁ γιατρὸς μὲ ἐπαγγελματικὴ ψυχρότητα κι ἔκανε νὰ φύγῃ. “Μπορῶ νὰ τὸν δῶ;” φώναξε πίσω του ὀ Μπάξ. Ὁ γιατρὸς γύρισε καὶ σήκωσε ἀδιάφορα τοὺς ὥμους. “Δὲν νομίζω ὅτι μιὰ ἐπίσκεψί σας θὰ τοῦ ἔκανε περισσότερο κακό. Ἀλλὰ μὴν τὸν ταράξετε. Δὲν γνωρίζει τὴν σοβαρότητα τῆς καταστάσεώς του”. Ἔκανε καὶ πάλι νὰ φύγῃ μὰ αὐτὴν τὴν φορὰ γύρισε μόνος του: “Τόσο νέος καὶ καρδιοπαθής! Προσέξτε πολὺ πῶς θὰ τοῦ μιλήσετε. Πιθανώτατα νὰ βρεθῆτε ἀντιμέτωπος μὲ μιὰ πρωτοφανῆ μισαλλοδοξία. Δυστυχῶς εἶναι πολὺ λίγα αὐτὰ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε”. Ἔτεινε τὸ χέρι του σὲ χειραψία, μετανοιωμένος ἴσως γιὰ τὴν προηγούμενη ψυχρότητά του, καὶ μετὰ ἀπὸ τὴν ἀνταπόδοσι τοῦ Μπὰξ χαιρέτησε μ’ ἕνα διακριτικὸ νεῦμα γεμᾶτο προσποιητὴ συμπόνοια πρὶν ἀπομακρυνθῇ μὲ γρήγορα βήματα πρὸς κάποια ἀπὸ τὶς ἀτέλειωτες διακλαδώσεις τοῦ νοσοκομειακοῦ λαβυρίνθου. “Τί λὲς κι ἐσύ, Τσέσνια;” μὲ ῥώτησε μόλις σιγουρεύτηκε ὅτι εἶχε τὴν προσοχή μου ἀκέραιη. Σήκωσα ἀδιάφορα τοὺς ὥμους μιμούμενος τὸν γιατρό. “Ὅ,τι κι ὰν πῶ, Τέν, στὸ τέλος θὰ γίνῃ τὸ δικό σου”. Ὁ Μπὰξ χαμογέλασε συγκαταβατικά. “Ἀκόμη μοῦ κρατᾷς κακία γιὰ κεῖνο ποὺ ἔγινε στὴν βιβλιοθήκη, ε;” ῥώτησε δἦθεν πειραχτικά. Κάτι τέτοια σαχλὰ τὰ συνήθιζε πολὺ τελευταῖα. “Σ’ἐνδιαφέρει στ’ἀλήθεια τόσο πολὺ αὐτὸς ὁ σγουρομάλλης ψηλέας;” ἀντιρώτησα ἀλλἀζοντας ἐπίτηδες θέμα. Τὰ κεφτεδάκια κι ἡ ἔντονη μυρωδιά τους ἀποτελοῦσαν ἐδῶ καὶ μερικὲς στιγμὲς μόνο μιὰ θλιβερὴ ἀνάμνησι, ἀλλὰ ἡ ὑπεύθυνη αὐτῆς τῆς ἐπώδυνης ἐμπειρίας μὲ τὸ κεφάλι ἤδη γερμένο στὸ πλαστικὸ μπράτσο τοῦ καθίσματός της, εἶχε ἀρχίσει νὰ σιγορροχαλίζῃ, ἀποφασισμένη προφανῶς νὰ ὑποβάλῃ διαδοχικὰ καὶ τὶς πέντε αἰσθήσεις μου σὲ φριχτὰ μαρτύρια. “Μπορεῖ νὰ φανῇ πολὺ χρήσιμος γιἂ τὴν ὑπόθεσί μας Τσέσνια” ἀποκρίθηκε ὁ Μπὰξ καθὼς κατευθυνόμασταν πρὸς τὸ ἀσανσέρ. “Μὴ ξεχνᾷς ὅτι δὲν εἶναι καὶ κανένα τυχαῖο πρόσωπο”. “Ξέρω, ξέρω” εἶπα ἀπότομα διακόπτοντάς τον, “εἶναι ὁ Λόρδος Κρόουλ, μὴν ἀρχίσης πάλι τὰ ἴδια. Λόρδος νὰ σοῦ πετύχῃ! Ὅλη τὴν ἡμέρα σὲ διαδηλώσεις, καταλήψεις καὶ δὲν συμμαζεύεται!”. “Τὸν ἀδικεῖς Τσέσνια. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπαρνήθηκε τὸν τίτλο του δὲν τὸν κάνει λιγότερο γιὸ τοῦ πατέρα του”. “Του μακαρίτη τοῦ πατέρα του” διώρθωσα καθὼς μπαίναμε στὸν θάλαμο τοῦ ἀνελκυστῆρα. Πάτησα τὸ κουμπὶ μὲ τὴν ἔνδειξι 4. “Ὅ,τι ἔχεις νὰ τοῦ πῇς νὰ τοῦ τὸ πῇς γρήγορα σὲ παρακαλῶ” εἶπα στὸν Μπὰξ ὅσο πιὸ αὐστηρὰ μποροῦσα. Ἤξερα ὅτι μέσα του γελοῦσε μὲ τὸ ὕφος μου, ὅτι δὲν ἔπειθα, ἀλλὰ σὰν νὰ συμμετείχαμε κι οἱ δυὸ σ’ἕνα θεταρικὸ παιχνίδι συνέχισα στὸν ἴδιο πάντα τόνο: “ἡ δίκη τοῦ Ῥῆτζεντ εἶναι σὲ δύο ὥρες κι ὁ διευθυντής μου δὲν μὲ πληρώνει γιὰ νὰ χάνω τὸν χρόνο μου στοὺς διαδρόμους τῶν νοσοκομείων”.


Ὁ νεαρὸς Λόρδος Κρόουν μπορεῖ νὰ ὠνειρευόταν τὴν ἐπανάστασι, μὰ ἡ διόλου εὐκαταφρόνητη περιουσία τοῦ ἐκλιπόντος πατέρα του δὲν ἄφηνε καὶ πολλὰ περιθώρια γιὰ παιχνίδια μὲ τὴν ὑγεία του. Μέσα στὸν μονόκλινο θάλαμο νοσηλείας εἶχαν ἐπιστρατευτῆ ὅλες οἱ δεδομένες γιὰ τὴν καταγωγή του ἀνέσεις καὶ πολυτέλειες ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ μετριάσουν τὴν -ἔστω καὶ ἀμβλυμένη λόγῳ τῆς ἀπομονώσεως- πνιγηρότητα τῆς νοσοκομειακῆς ἀτμόσφαιρας. Γιὰ δυὸ κοινοὺς θνητοὺς σὰν ἐμένα καὶ τὸν Μπὰξ ἡ τελευταίας τεχνολογίας τηλεόρασι ποὺ ἀπιθωμένη σ’ἕνα ἐπιπλάκι ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κρεβάτι τοῦ νεαροῦ ἀσθενοῦς ἀντανακλοῦσε στὴν σβησμένη ὀθόνη της τὴν λάμψι τοῦ πρωινοῦ ἥλιου, τὸ στερεοφωνικὸ μὲ τὰ δυό του μεγάλα ἠχεῖα ἑκατέρωθεν τὴς κλίνης νὰ ἔχουν μετατραπῇ σὲ κομοδῖνα καὶ τὸ γεμᾶτο dvd μαρμάρινο περβάζι τοῦ μεγάλου ἀνατολικοῦ παραθύρου ἀποτελοῦσαν ὄχι ἁπλῶς ἀντικείμενο ἀπορίας καὶ περιέργειας, μὰ καὶ ἰσχυρότατη ἀπόδειξι γιὰ τὴν ἐκκεντρικότητα ποὺ ἔκπαλαι χαρακτήρίζε τὰ ἀνώτερα κοινωνικὰ στρώματα. Μόλις ὁ νεαρὸς σγουρομάλλης ἀντιλήφθηκε τὴν παρουσία μας (ποὺ ὀφείλω νὰ ὁμολογήσω πὼς δὲν τοῦ ἐπιβαλαμε καὶ μὲ τὸν πιὸ εὐγενικὸ τρόπο -ὁ Μπὰξ ἄνοιξε τὴν πόρτα κατόπιν ἑνὸς προσχηματικοῦ χτυπήματος μετὰ τὸ ὁποῖο δὲν περίμενε κἂν ἀπάντησι) σήκωσε τὸ ζωηρό του βλέμμα ἀπὸ τὴν ὀθόνη τοῦ φορητοῦ του ὑπολογιστῆ καὶ μ’ἕνα δυσοίωνο στράβωμα τῶν χειλιῶν του μᾶς ἄφησε νὰ καταλάβουμε ὅτι δὲν ἦταν καὶ ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου ποὺ μᾶς ἔβλεπε μπροστά του. Μπροστά του τρόπος τοῦ λέγειν δηλαδή, γιατὶ ἔτσι ὅπως βρισκόταν μισοξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του μὲ τὴν πλάτη ἀκουμπισμένη σὲ μιὰ στίβα διπλωμένα μαξιλάρια χρειάστηκε τοὐλάχιστον τριάντα δευτερόλεπτα γιὰ ν’ἀφήσῃ τὸν ὑπολογιστή του σ’ἕνα ἀπὸ τὰ ἠχεῖα-κομοδῖνα του καὶ νὰ σηκωθῇ ὄρθιος ξεδιπλώνοντας ἀπειλητικὰ τοὺς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε πόντους τοῦ λιπόσαρκου κορμιοῦ του. «Μπά, μπά, τί βλέπω;» ἔκανε εἰρωνικὰ μὲ τὸ ὑφος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ προσπαθεῖ νὰ κρύψῃ τὴν ἔκπληξί του. Ὑδρογονανθρακὶ στυλάκι τὄλεγαν στὴν ἀστυνομικὴ ἀργκὸ ὅπως μοὖχε ἐμπιστευτῆ κάποτε ὁ Μπὰξ ἄλλὰ χωρὶς ποτὲ νὰ μοῦ δώσῃ περαιτέρω ἐξηγήσεις. «Βλέπω ὅτι ὁ μπάτσος δὲν ἦρθε μόνος του» συνέχισε στὸ ἴδιο ὕφος ὁ λόρδος, «ἔφερε μαζί του καὶ ἐνισχύσεις. Πῶς λέγεται τὸ σκυλάκι σου Μπάξ, λοχαγὸς Χάστινγκς;». Ὅσο ὁ νεαρὸς γελοῦσε μόνος του μὲ τὸ ἀστεῖο του ὁ Μπὰξ κρεμοῦσε μὲ ἄνεσι καὶ ψυχραιμία τὸ παλτό καὶ τὸ καπέλο του στὸν ξύλινο καλόγερο δίπλα ἀπὸ τὴν πόρτα. «Σὰν πολὺ γρήγορα δὲν ἔγινε “μπάτσος” ὁ “κύριος ἐπιθεωρητὴς” τοῦ καφέ;» ῥώτησε ὁ Μπὰξ βγάζοντας ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ τσέπη τοῦ σακακιοῦ του ἕνα μικρὸ μπλοκάκι. «Ποιός ξέρει», εἶπε τελικά, «ἴσως μὲ μερικὲς ἐρωτήσεις ξαναγίνῃ “κύριος ἐπιθεωρητής” . “Τί λές, Τσέσνια” πρόσθεσε γυρνῶντας σὲ μένα, “ἀξίζει νὰ δοκιμάσουμε;”



Ἄν οἱ νότες ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ πλανόδιου ἀκκορντεονίστα δὲν γέμιζαν μὲ τὴν μελαγχολικὴ μελῳδία τους τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἀγορᾶς, τίποτε δὲν θ’ἀπόμενε νὰ δείχνῃ πὼς τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν τὸ κέντρο μιᾶς ὁλοζώντανης μεγαλουπόλεως. Οἱ καταστηματάρχες τῆς ὁδοῦ Λόβερκραφτ δὲν εἶχαν ἐκεῖνο τὸ χειμωνιάτικο πρωινὸ ἰδιαίτερους λόγους νὰ δείχνουν εὐχαριστημένοι: τὸ τελευταῖο μισάρωρο τὰ ῥολὰ στὶς βιτρίνες τῶν μαγαζιῶν τοῦ ἐμπορικώτερου δρόμου τῆς Νομανσλάνδης ἔμοιαζαν μὲ τὰ στημένα κομμάτια τοῦ ντόμινο ποὺ πέφτουν στὴν σειρὰ σπρωγμένα διαδοχικὰ τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν πτῶσι τοῦ ἄλλου. Πράγματι, μόλις ὁ φύλακας τοῦ μεγάλου κινηματοθέατρου στὴν διάστιξι τῶν ὁδῶν Λόβερκραφτ καὶ Γουόλπουργκις κλείδωσε τὴν βαριὰ σιδεριὰ ποὺ ἀμπάρωνε τὴν δυσθεόρατη τζαμαρία τοῦ καταστήματος, οἱ ὑπόλοιποι μαγαζάτορες, λὲς καὶ περίμεναν κάτι τέτοιο γιὰ σύνθημα, ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τον ἄλλον νὰ κατεβάζουν ῥολὰ καὶ νὰ κλειδαμπαρώνουν εἰσόδους.Τὸ παράδοξο αὐτὸ κῦμα χρειάστηκε μόλις τριάντα λεπτὰ τῆς ὥρας γιὰ νὰ διανύσῃ ὅλη τὴν ἀπόστασι ἀπὸ τὴν διασταύρωσι τοῦ μεγάλου κινηματοθεάτρου στὴν ἀρχὴ τῆς ὁδοῦ Λόβερκραφτ μέχρι τὸ νούμερο 216 στὸ ἄλλο ἄκρο της. Ἔτσι ὅταν ὁ ταμίας τοῦ ἐστιατόριου “Λότζ” ἔχοντας μόλις κλειδώσει τὴν πόρτα τοῦ πιὸ φημισμένου ἀριστροκρατικοῦ στεκιοῦ τῆς πόλεως ἔβαζε πλώρη γιὰ τὸ σπίτι του καθὼς τίναζε ἀπὸ τὸ πέτο τοῦ σακκακιοῦ του ἕνα μικρὸ ξερὸ φυλλαράκι ποὖχε πέσει ἐκεὶ ἀπὸ τὴν γέρικη ἀκακία στὴν ὁποία δικαιωματικὰ τὰ τελευταῖα πενήντα χρόνια ἀνῆκε ἡ ἀριστερὴ γωνιὰ τοῦ πεζοδρομίου, δὲν εἶχε καὶ πολὺ καθαρὸ μυαλὸ γιὰ νὰ παρατηρήσῃ τὸν ξεχασμένο ἔξω ἀπὸ τὸ κατάστημα μαυροπίνακα μὲ τὸ μενοῦ τῆς ἡμέρας. Ἤ μπορεῖ καὶ νὰ μὴν εἶχε ἁπλῶς ὄρεξι γιὰ ἐπιπλέον καθυστέρησι. Ὅπως καὶ νἆχε τὸ πρᾶμα ὅποιος ἐκεῖνο τὸ πρωινὸ εἶχε τὴν κακὴ ἰδέα νὰ περάσῃ ἔξω ἀπὸ τὸ 216 τῆς ὁδοῦ Λόβερκραφτ μποροῦσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἐπιγραφὲς τῶν κλειδαμπαρωμένων καταστημάτων, νὰ διαβάσῃ μὲ μεγάλα κεφαλαῖα γράμματα, καμωμένα ἀπὸ φτηνὴ σχολικὴ κιμωλία, καὶ τὸ -καθόλου φτηνὸ- πιάτο τῆς ἡμέρας τοῦ “Λὀτζ”. “ΤΟΥΡΜΠΟΝ ΜΕ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ” διάβασε ἀπὸ μέσα του χωρὶς νὰ μπορέσῃ νὰ συγκρατήσῃ ἕνα ἀνθυπομειδίαμα ποὺ φανέρωνε μιὰ κάτασπρη λευκὴ γραμμὴ πίσω ἀπὸ τὴν ῥοδαλὴ αὐλαία τῶν χειλιῶν του κι ὕστερα ἔμεινε σταματημένος μπροστὰ ἀπὸ τὴν βιτρίνα ἑνὸς βιβλιοπωλείου, σὰν νὰ μποροῦσε νὰ διαβάσῃ τοὺς τίτλους τῶν βιβλίων πίσω ἀπὸ τὸ μεταλλικὸ ῥολὸ μὲ τὴν ἴδια ἄνεσι ποὖχε διαβάσει τὰ λευκὰ γράμματα τοῦ μαυροπίνακα. “Γιὰ δές!” ἀκούστηκε ξαφνικὰ μιὰ γνώριμη φωνὴ πνιγμένη σὲ δυνατὰ χάχανα.”Ὁ παλιόφιλος ὁ Κλὶν Σέβαν ἔχει τρελλαθῆ τελείως! Κάθεται καὶ χαζεύει μιὰ ὁλοσδιόλου ἀόρατη βιτρίνα!”. Ἡ ἐντυπωσιακὰ ταχυκίνητη πηγὴ αὐτῆς τῆς βροντερῆς φωνῆς εἶχε βγάλει τὸ καπέλλο της σ’ἔνδειξι χαιρετισμοῦ κι εἶχε τώρα πλησιάσει γιὰ τὰ καλὰ τὸν νεαρὸ περαστικό. “Πόσο καιρὸ ἔχουμε νὰ σὲ δοῦμε στὸ ἀμφιθέατρο, Κλίν;”συνέχισε στὸν ἴδιο τόνο καθὼς ἡ παλάμη του προσγειωνόταν φιλικὰ στὸν ὧμο τοῦ φίλου του. “Σὲ νομίζουμε πιὰ γιὰ πεθαμένο!” εἶπε τελικὰ κι ἕνα νέο κῦμα γέλιου ἐκτοξεύτηκε πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ ἄλλου μαζὶ μὲ μερικὲς πιστιλιὲς σάλιου. “Μπάυρον Χάουσμαν!” ἀναφώνησε ὁ ἄλλος σὰν νὰ προσπαθοῦσε τόση ὥρα νὰ καταλάβῃ ποιός τοῦ μιλοῦσε. “Ὄχι, μὰ τὰ δώδεκα βαρέλια μπύρας ποὺ σπάσαμε πέρυσι στὶς μπυραρίες τῆς Γουόλπουργκις, δὲν τρελλάθηκα ἀκόμη παλιόφιλε! Ἁπλῶς μ’ἀρέσει πολὺ αὐτὸς ὁ καταραμένος ὁ ἀκκορντετονίστας κι εἶπα νὰ στηθῶ ἐδῶ στὴν γωνιὰ νὰ τὸν ἀκούσω λίγο”. “Πάντα ὁ ἴδιος Κλίν!” φώναξε ὁ ἄλλος μὲ τὸ μόνιμα ἐνθουσιῶδες ὕφος του. “Μὰ γιὰ ποιὸν ἀκκορντεονίστα μοῦ μιλᾷς λοιπὸν διαολεμένε;” ῥώτησε ὑψώνοντας τὸ δάχτυλο πρὸς τὴν μεριὰ τῆς ἀκακίας. “Γι’αὐτὸν ἐκεῖ ποὺ τὸν μαζεύουνε σὰν ἀδέσποτο κουτάβι;”. Ὁ Κλὶν γύρισε τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ κεῖ ποὺ τοῦ ‘δειχνε ὁ συμφοιτητής του. Πράγματι, μιὰ περίπολος βλοσυρῶν Τσαλντεάνων μὲ στολὲς γεμᾶτες ἀστραφτερὰ κουμπιὰ ποὺ γυάλιζαν στὸν χειμωνιάτικο ἥλιο τραβοῦσε ἀπὸ τὰ χέρια τὸν κακόμοιρο μουζικάντη. Ἐκεῖνος ἐπιχειροῦσε ν’ἀντισταθῇ ξεφεύγοντας κάποτε κάποτε μέσα ἀπὸ τὶς χεροῦκλες τῶν ἀπειλητικῶν μουστακαλήδων, μὰ στὸ τέλος φαίνεται πὼς κατάλαβε τὸ μάταιο τῶν προσπαθειῶν του κι ἀφέθηκε στὶς διαθέσεις τῶν διωκτῶν του ποὺ τώρα τὸν ἔσερναν μακρυὰ ἀπὸ τὸ ὀπτικὸ πεδίο τῶν δύο ἀργόσχολων νεαρῶν. “Μά τί συμβαίνει;” ῥώτησε ὁ Κλὶν μὲ ἀληθινὴ ἀπορία ζῳγραφισμένη στὸ λεπτεπίλεπτο, σχεδὸν κοριτσίστικο, πρόσωπό του. “Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο!” κραύγασε ὁ Μπάυρον! “Μὴ μοῦ πῇς ὅτι δὲν γνωρίζεις πὼς σὲ λίγο ὁ δρόμος θὰ γεμίσῃ μὲ ἅμαξες, ἄλογα, περοῦκες, λόρδους καὶ κάθε λογῆς λογῆς μασκαραλίκια! Ξύπνα, Κλίν, ποῦ ζῇς; Δικάζεται ὁ Ῥῆτζεντ σήμερα ἀπὸ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντῖν!”. Κι ἔτσι ὅπως μιλοῦσαν οἱ δυὸ φίλοι οὔτε ποὺ τὸ πῆραν χαμπάρι ὅτι κόντευαν σὲ λίγο νὰ φτάσουν σὲ κεῖνες τὶς μπυραρίες, γιὰ τὴν ἀποκατάστασι τῶν ζημιῶν τῶν ὁποίων οἱ καημένοι οἱ πατεράδες τους εἶχαν πληρώσει πέρυσι τὸ διόλου εὐκαταφρόνητο ποσὸ τῶν ἕξι χιλιάδων μπρικιῶν σὲ νομίσματα τῶν πεντακοσίων, παναπῇ μὲ μιὰ ντουζίνα χάρτινα πορτραῖτα τῆς Αὐτοῦ Μεγαλειότητος, τοῦ Τσίνγκ. Στὴν ὁδὸ Λόβερκραφτ 216 κινοῦνταν τώρα μόνο τὰ κλαδιὰ τῆς γέρικης ἀκακίας κι ἡ σημαία στὴν πρεσβεία της Ἀπωνίας, ἕναν ὄροφο πάνω ἀπὸ τὸ ἐστιατόριο “Λότζ”.


Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον, τὸ ῥαμόνι. Ὁ Μπλὲντ ἀπὸ τὴν πύλη. Ὁ Ῥεβινστὶκτ ἀπὸ τὴν πύλη. Μὲ τοὺς ὑπηρέτες. Μὲ τὶς περοῦκες. Μὲ τὰ γοβάκια καὶ τὶς κορδέλλες καὶ τὰ μπαστουνάκια καὶ τὰ βαριὰ χαλιὰ τῶν διαδρόμων, μὲ τὶς ἀτελείωτες σειρὲς τῶν κάδρων στοὺς τοίχους, μὲ τὰ φῶτα τῶν πολυελαίων, μὲ τὰ φῶτα τῶν παραθύρων μὲ τὰ φῶτα τῶν φλάς. Μὲ τὶς ἅμαξες. Μὲ τὶς ὑποκλίσεις. Μὲ τὸ πρωτόκολλο. Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον, τὸ ῥαμόνι. Μὲ τὶς τεθωρακισμένες κοῦρσες. Μὲ τοὺς φουσκωτοὺς ποὺ φορᾶνε μαῦρα γυαλιά κι ἀνοίγουν τὶς πόρτες καὶ σκύβουν μέχρι τὴν ἄσφαλτο –πῶς τὸ κάνουν;– καὶ βλέπεις τὴν μέση τους καὶ νομίζεις θὰ σπάσῃ καὶ βλέπεις τὸ σκίσμο τοῦ σμόκιν καὶ θαρρεῖς ὅτι χράτς! θ’ἀνεβῇ μέχρι τὸν σβέρκο καὶ βλέπεις τὸ βάδισμά τους καὶ σοῦ ‘ρχεται ἀναγούλα καὶ ψάχνεις νὰ φτύσῃς καὶ ψάχνεις ποῦ νὰ φτύσῃς καὶ νὰ μὴ λερωθῇ τὸ σάλιο σου καὶ βλέπεις τὰ σιδερένια κάγκελλα μὲ τὸ οἰκόσημο καὶ βλέπεις πάνω πάνω ποὺ τὰ κάγκελλα καταλήγουν μυτερὰ σὰν λόχγες κι ἀρχίζεις καὶ λογαριάζεις κι ἀρχίζεις καὶ μετρᾷς μὲ τὰ δάχτυλα ποιοὺς νὰ πρωτοκαρφώσῃς σ’ἐκεῖνες τὶς μύτες κι ἀρχίζεις καὶ φαντάζεσαι ἤδη τὸ αἷμα τους νὰ τρέχῃ, νὰ τρέχῃ, Ἄρσον, πάνω στὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ κυλάῃ μέσα στ’ἀυλάκια, μέσα στοὺς ἁρμοὺς γύρω γύρω ἀπὸ τ’ ἄσπρα πλακάκια καὶ βλέπεις ποὺ τώρα σκύβουν μὰ τὰ μάτια τους εἶναι γεμᾶτα τρόμο κι ὲσὺ χαίρεσαι, Ἄρσον –ἢ δὲν χαίρεσαι Ἄρσον;– κι ἐσὺ βλέπεις Ἄρσον ἢ δὲν βλέπεις Ἄρσον; Δὲν βλέπεις Ἄρσον, ἐσὺ δὲν βλέπεις τὴν πύλη, ἐσὺ δὲν βλέπεις τοὺς ὑπηρέτες μὲ τὶς περοῦκες, δὲν βλέπεις τὴν παρέλασι τῶν κάδρων στοὺς τοίχους τοῦ διαδρόμου, ἐσὺ μόνο ἀκοῦς, Ἄρσον, ἐσὺ δὲν βλέπεις, ποῦ νὰ δῇς μέσα στὸ σκοτάδι, ἐσὺ ἀπὸ τὸ ὑπόγειο, Ἄρσον, ἐσὺ στὴν ζούλα, ποὺ σὲ μπάζει ὁ σταυλίτης, κι εἶναι μιλημένος, δὲν θὰ μιλήσῃ, δὲν τὸν βολεύει νὰ μιλήσῃ, τὸ ξέρεις, καὶ σέρνεσαι στὶς κατακόμβες καὶ γδέρνεις τὰ γόνατά σου, πάντα τὰ γδέρνεις, Ἄρσον, κάθε φορά, δὲν μπορεῖςνὰ μὴ τὰ γδάρῃς,, τί νὰ φορέσῃς νὰ μὴ γδέρνεσαι, δὲν μπορεῖς, δὲν μπορεῖς νὰ φορέσῃς ἐπιγονατίδες, πῶς θὰ σέρνεσαι μετά, ἔχεις κι ἐκείνη τὴν σφαῖρα ἀκόμη μέσα σου, κι ὅλο σέρνεσαι καὶ σέρνεσαι , ἐσὺ δὲν βλέπεις, ἐσὺ μόνο ἀκοῦς, τι νὰ δῇς μέσα στὴν σκοταδίλα, ἐσὺ μόνο ἀκοῦς, κι ἀκοῦς ἀκόμη τὶς κραυγές τῶν παλιῶν καταδίκων κι ὅλο σέρνεσαι μέσα στὰ παλιὰ μπουντρούμια στὰ ὑπόγεια κι ἀπὸ πάνω τὰ κάδρα κι ἀπὸ πάνω τὰ χαλιὰ κι ἀπὸ πάνω οἱ πολυέλαιοι κι ἀπὸ πάνω τὰ μπαστουνάκια καὶ τὰ φλὰς κι οἱ φουσκωτοὶ μὲ τὰ γυαλιὰ καὶ τὰ σκισίματα στὰ σμόκιν κι ὲσὺ μόνο σέρνεσαι καὶ τὸ ξέρεις ποὺ σὰ θὰ φτάσῃς στὸ μεγάλο μεσαιωνικὸ μπουντρούμι θὰ τὸν δῇς, Ἄρσον, καὶ θἆναι ἐκεῖ μπροστά σου ντυμένος μὲ μιὰ μαύρη μάλλινη κάππα σὰν τὸν τελευταῖο τσομπάνη τῆς Νομανσλάνδης καὶ πάνω στὸ κεφάλι του θὰ φοράῃ ἕνα μεγάλο σκοῦφο καὶ θἆναι ἴδιος καλόγερος μὲ τὸ ἄσπρο του τὸ μοῦσι, Ἄρσον, ἔτσι θἆναι, πῶς ἀλλιῶς; Τί θέλεις, Ἄρσον, νἄρχεται γιὰ σένα ντυμένος μὲ τὴν μεγάλη του στολή; Νὰ φοράῃ τὸ στέμμα του, Ἄρσον; Τί θέλεις λοιπόν, πές το! Θέλεις νἄρχεται καὶ νἆναι ὅπως πάνω στὰ μπρίκια, ὅπως πάνω στὰ δέκα ἑκατομμύρια θὲς νἆναι; Θὲς μήπως νὰ φοράῃ καὶ τὰ γάντια του Ἄρσον; Πάντα ἔτσι θἄρχεται Ἄρσον. Δὲν μπορεῖ νἄρχεται ἀλλιῶς γιὰ νὰ σὲ δῇ. Καὶ θὰ σοῦ λέῃ«κάψε». Κι ἐσὺ θὰ καῖς. Καὶ θὰ σοῦ λέει «σκότωσε». Κι ἐσὺ θὰ σκοτώνῃς. Καὶ θὰ σοῦ λέῃ «κλέψε». Κι ἐσὺ θὰ κλέβῃς. Κι ἡ φάτσα σου θὰ κρέμεται παντοῦ σὲ παλιόχαρτα κι ἀπὸ κάτω θὰ γράφῃ «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ», πάντα θὰ γράφῃ «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ» τί ἄλλο θὲς δηλαδὴ νὰ γράφῃ, Ἄρσον; Θὰ γράφῃ «ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ» κι ἐσὺ πάλι δὲν θὰ δίνῃς δεκάρα τσακιστή, γιατὶ ὑπάρχει ἐκεῖνος, Ἄρσον, ἐκεῖνος μέσα στὴν μαύρη κάππα, ἐκεῖνος μέσα στὸ σκοτεινὸ μπουντρούμι, ἐκεῖνος πάνω στὰ δέκα ἑκατομμύρια καὶ θὰ μυρίζῃς ξανὰ μέχρι καὶ τὰ χνῶτα του, καὶ θὰ παρατηρῇς ξανὰ τὶς ῥυτίδες του στὸ φῶς τοῦ κεριοῦ καὶ θὰ σιχένσαι καὶ πάλι. Ὅμως τώρα κάτι μπορεῖ νὰ γίνῃ, Ἄρσον. Ποιός ξέρει; Ἴσως νὰ πιάσαν τόπο τὰ λεφτά. Ἴσως ἡ μούρη του νὰ χρησίμεψε καὶ σὲ κάτι. Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον, τώρα θἆναι δικό σου. Τὸ ῥαμόνι. Τώρα θὰ χλομιάσῃ ἐκεῖνος. Τώρα ἐκεῖνος θὰ συρθῇ. Τὸ ῥαμόνι, Ἄρσον. Τώρα μόνοι. Ἐσὺ κι αὐτός.

Δὲν εἶχε νὰ κάνῃ μὲ τὸν Κρόουν. Ἡ στάσι μου ἀπέναντι σὲ ἄτομα τῆς συνομοταξίας του ξεκινοῦσε ἀπὸ πολὺ παλιά, ἀπὸ τὰ φοιτητικά μου, γιὰ νὰ μὴ πῶ ἤδη ἀπὸ τὰ μαθητικά μου χρόνια. Ὅταν οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς συνομηλίκους μου –ἐννοῶ ἐκείνους μὲ ἐγνωσμένα ἐνδιαφέροντα γιὰ κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν εὕρεσι τοῦ καταλληλότερου νυχτερινοῦ στεκιοῦ ποὺ θὰ ἐξασφάλιζε ἄνοδο τῶν μετοχῶν τους στὸ χρηματιστήριο τῆς ἄγρας τῶν θηλυκῶν- ὅταν λοιπὸν οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁμηλίκους τοῦ κύκλου μου γέμιζαν τὰ ἐσωτερικὰ ντουβάρια τῶν δικῶν τους σπιτιῶν καὶ τὰ ἐξωτερικὰ τῶν ὑπολοίπων μὲ ἀφίσσες τοῦ Λένον ἢ τοῦ Λένιν (γιὰ μένα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν τὸ ἴδιο) καὶ φοροῦσαν τὸν ἔναστρο ἀ λὰ Τσὲ Γκεβάρα μπερέ τους ἢ τὴν μαύρη μπλούζα μὲ τὸ ἐγγεγραμμένο στὸν κύκλο Α ποὺ μισοκαλύπτοταν ἀπὸ τὶς μακρυὲς σὰν σκοῦπες κρεμαστὲς γενειάδες τους ἢ ἔτρεχαν ἀπὸ πορεῖα σὲ πορεία κρατῶντας ἄλλοτε μιὰ ντουντούκα κι ἄλλοτε κανένα πάκο μὲ μπροσοῦρες τῆς κακιᾶς πυρκαϊᾶς, ἐγὼ κλεισμένος στὸ ἡμισκότεινο (ἂς ὄψεται τὸ ἀπέναντι πενταώροφο τσιμεντούργημα) δωμάτιό μου ξεφύλλιζα τοὺς τόμους τῆς πεντάτομης εἰκονογραφημένης Εὐρωπαϊκὴς Ἱστορίας ἀναρωτώμενος (ὄχι χωρὶς γενναῖες δόσεις παραπόνου πρὸς τὴν ἐποχή μου) γιατί νὰ μὴ μπορῶ κι ἐγὼ νὰ βρῶ —ἔστω καὶ δυὸ-τρεῖς μόνο— ἀφίσσες ὅλων ἐκείνων τῶν προσώπων ποὺ μυστικὰ θαύμαζα κρυμμένος μακρυὰ ἀπὸ τ’ ἀδυσώπητα κι ἄγρια βλέμματα τῶν ντουντουκοφόρων καὶ μπροσουροφόρων φίλων μου. Ἄ ναι, τώρα πιὰ τὸ κρύβω μόνο γιὰ λόγους ἐπαγγελματικῆς ἐπιβιώσεως (καὶ μακάρι νἆταν αὐτὴ ἡ πιὸ ἐπονείδιστη καταγραφὴ στὴν ἐνοχλητικὰ ἀτέλειωτη λίστα τῶν αἰσχυντηλῶν συμβιβασμῶν μου) ὅμως τότε τὄκρυβα μὲ τὴν ἔνοχη συνείδησι τοῦ ἀρνισίθρησκου κι ἂς μὴν εἶχα ποτὲ θητεύσει σὲ κεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους ἦταν αὐτονόητη, αὐτοδίκαιη καὶ μόνη ἀποδεκτὴ στράτευσι. Ναί, οἱ δικοί μου ἤρωες δὲν ἦταν παρὰ μόνο αὐτό: Δικοί μου. Ἀπέναντι στὰ κομψὰ γυαλάκια τοῦ Τρότσκυ ἐγὼ ὄρθωνα τὸν παλιομοδίτικο λαιμοδέτη τοῦ Θιέρσου. Καὶ θἄθελα πολὺ νὰ τὸν ὀρθώσω κι ἀπέναντι ἀπὸ τὸν τοῖχο τοῦ κρεβατιοῦ μου, ἂνδὲν ἦταν ἀδύνατον νὰ βρεθῇ μιὰ ἀφίσσα του σὲ κάποια ἀπὸ κεῖνα τὰ σχετικὰ μαγαζιά, τὰ τόσο πυκνὰ καὶ πολυάριθμα στὶς γειτονιὲς-στέκια-σφηκοφωλιὲς τῶν ἐν δυνάμει διωκτῶν μου. Ἀντὶ γιὰ τὸν μπερὲ τῆς κουβανικῆς ἐπαναστάσεως ἔψαχνα ἀπεγνωσμένα τὸ πρωσσικὸ κράνος τοῦ Βίσμαρκ, καὶ πάνω στοὺς τοίχους ἀπ’ τὰ στέκια ὅπου μ’ἐσερναν κάπου κάπου μὲ τὸ χέρι ποὺ δὲν κρατοῦσαν τὴν ντουντούκα, ἀντὶ γιὰ τὰ πορτραῖτα τοῦ Μπακούνιν καὶ τοῦ Κροπότκιν ὀνειρευόμουν τὶς προσωπογραφίες τοῦ Μέτερνιχ, τοῦ Κάιζερ Γουλιέλμου ἢ ἀκόμη καὶ -νὰ τ’ ὁμολογήσω;- κάποια προτομὴ τοῦ Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα. «Εἶσαι τρελὸς» ἢ κάτι τέτοιο μοὖχε πεῖ ὁ Μπάξ, ὅταν τοῦ μισοαπαοκάλυψα αὐτά μου τὰ βιώματα, κανὰ δυὸ χρόνια δηλαδὴ πρὶν ξαναβρεθοῦμε γιὰ τελευταία φορά, τὶς μέρες ἐκεῖνες. Ποῦ νὰ τὸ φανταστῶ! Μ’ ἔστειλαν στὴν Νομανσλάνδη νὰ καλύψω τὰ καινούργια ἐγκληματικὰ κατορθώματα τοῦ διαβόητου Ἄρσον καὶ βρέθηκα νὰ ἑτοιμάζω ῥεπορτὰζ γιὰ τὴν δίκη τοῦ Ῥῆτζεντ. Ὄχι, λοιπὸν δὲν ἔφταιγε ὁ Κρόουν, τὸ κακὸ εἶχε γίνει δεκαετίες πρὶν τὸν δῶ γιὰ πρώτη φορὰ μέσα σ’ἐκεῖνον τὸν νοσοκομειακὸ θάλαμο, στριμωγμένο ἀνάμεσα στὶς ἠλεκτρονικὲς συσκευές του καὶ σμπαραλιασμένο κάτω ἀπὸ τοὺς χιλάδες τόνους ψυχολογικῆς πιέσεως ποὺ τοῦ ἀσκοῦσε ὁ Μπὰξ κρατῶντας στὸ χέρι του καὶ ξεφυλλίζοντας συνεχῶς τὸ μυστηριῶδες μπλοκάκι του. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ μὴν ὁμολογήσω στὴν χαιρέκακη πλευρὰ τοῦ ἑαυτοῦ μου -ἐκεῖνο τὸ μικρὸ κόκκινο διαβολάκι στὸν ἀριστερό μου ὦμο- ὅτι πολὺ τὸ φχαριστιόμουν τὸ ὅλο σκηνικό. Σκυλάκι τοῦ Μπὰξ ἔ; Ὄχι σκυλάκι, σκύλαρος, ντόμπερμαν. Γραφεῖο τύπου τῆς ἀστυνομίας; Ναι, γραφεῖο τύπου τῆς ἀστυνομίας. Ὄργανο τῆς ἐξουσίας; Ἀκόμη καλύτερα! Τὄχα ἔτοιμο τὸ ἄρθρο. Ὅταν θὰ συλλάμβαν τὸν Ἄρσον θὰ τὄβγαζα ἁπλῶς ἀπὸ τὸ συρτάρι μου. Τίτλος: «Κρεμάστε τον». Περίληψι: «Γιατί ἀργεῖτε;Γιατί δὲν τὸν κρεμάσατε ἀκόμη;». «Λοιπόν, Κρόουν θὰ μιλήσῃς ἐπιτέλους;» φώναξε ὁ Μπὰξ μὲ τὸ ὕφος τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι δὲν ἦταν καὶ πολὺ πρόθυμος ν’ἀνεχθῇ ὁποιαδήποτε καθυστέρησι θὰ τοῦ παρέτεινε τὴν στέρησι νικοτίνης. «Τί ἦταν ὅλα αὐτά;. Γιατί ἦρθες καὶ μὲ βρῆκες στὸ καφὲ ἐκείνην τὴν ἡμέρα;». Ἀλλὰ ἀντὶ γι’ἀπάντησι ὁ Μπὰξ εἰσέπραξε μερικὰ εἰρωνικὰ σφυρίγματα στὸν ῥυθμὸ κάποιου γνωστοῦ σουξὲ τῆς ἐποχῆς ποὺ τώρα δὲν θυμᾶμαι. Ξεφύλλισε λίγο ἀκόμη τὸ μπλοκάκι του ὥσπου σταμάτησε σὲ μιὰ σελίδα καὶ τοποθέτησε πάνω της στὸν ἀντίχειρά του. «Σὲ παρακολουθεῖ ὁ γιατρὸς Μπράδεργουντ ἔτσι δὲν εἶναι;». Σφύριγμα. «Μάλιστα. Θέλεις νὰ βρεθῆτε στὸ ἴδιο κελλὶ ἢ προτιμᾷς κάτι μοναχικὸ στὸ στὺλ τοῦ θαλάμου σου;» συνέχισε ὁ Μπάξ. Σφύριγμα. «Ὁ πατέρας σου τὄμαθε πρὶν πεθάνῃ, ἔτσι δὲν εἶναι;». Σιωπή. «Ἀπὸ καρδιὰ πέθανε, ἔτσι δὲν εἶναι;». Σιωπή. «Κληρονομικὴ πάθησι, πραγματικὰ ἀτυχία! Ὁ Μπράδεργουντ δὲν ὑπέγραψε τὸ πιστοποιητικὸ θανάτου; Τοὔδωσες τίποτε, ἢ ψυχικὸ στὸ ‘κάνε;». Κραυγή. «Σκάσε κωλόμπατσε! Ἐγὼ δὲν ξέρω τίποτε! Ἐμένα μοῦ εἶπαν νὰ ἔρθω νὰ σὲ βρῶ καὶ ἦρθα. Τί στὸ διάολο νομίζεις, ὅτι εἶχα ὄρεξι νὰ δῶ τὰ μοῦτρα σου;». Οἱ φλέβες στοὺς κροτάφους τοῦ λιπόσαρκου νεαροῦ πάλλονταν σὰν χορδὲς ξεκούρδιστης κιθάρας. Ὁ Μπὰξ χαμογέλασε καὶ πέταξε τὸ ὁλόλευκο μπλοκάκι πάνω στὸ ἠχεῖο-κομοδῖνο. «Ποιοί σοῦ εἶπαν νὰ μὲ βρῇς;». «Ἕνα παιδὶ ἀπὸ τὴν ὀργάνωσι. Ἤξερε ὅτι εἶσαι μέσα στὸ καφὲ κι ἤθελε νὰ σπάσῃ λίγη πλάκα». Ὁ Μπὰξ δὲν ἔδειχνε νὰ πείθεται γιὰ τὰ κίνητρα τοῦ «παιδιοῦ ἀπ’ τὴν ὀργάνωσι» . «Ὄνομα» ἔκανε ψυχρὰ ὁ ἐπιθεωρητής. «Σᾶς παρακαλῶ, κύριε, ἐπιθεωρητά, μὴν τὸν πειράξετε!» κλαψούρισε ὁ λόρδος κι ἄρχισε νὰ ῥουφᾷ τὴν μύτη του σὰν συναχωμένος. «Ὄνομα» ξανακούστηκε ἴδια κι ἀπαράλλακτη ἡ φωνὴ τοῦ Μπὰξ σὰν χτύπος ὀρειχάλκινης καμπάνας. Ὁ Κρόουν εἶχε σχεδὸν καταρρεύσει. Ἄφησε τὸν ἑαυτό του νὰ πέσῃ στὸ κρεβάτι καὶ καθισμένος στὴν πλευρά του ποὺ κοίταζε πρὸς τὴν πόρτα κρέμασε τὰ χέρια του, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔλεγχε πιά, καμπούριασε καὶ εἶπε: «Κλὶν Σέβαν. Σᾶς παρακαλῶ, μὴ τὸν πειράξετε. Δὲν εἶναι σὰν κι ἐμένα. Εἶναι καλὸ παιδί».


«Κύριε, τὸ ῥόζ σας πουκάμισο εἶναι στὰ ἄπλυτα». «Κύριε, ὁ ἀμαξᾶς ἀπὸ τὸ Μέγαρο Μούτινγκ εἶναι ἔξω καὶ σᾶς περιμένει». «Κύριε, μιὰ κοπέλλα στέκεται στὴν πίσω πόρτα καὶ θέλει λέει νὰ σᾶς δῇ ἐπειγόντως!». Ὁ Κρισέικς δὲν ἤξερε γιὰ ποιόν ἀκριβῶς ἀπὸ ὅλους τοὺς λόγους ποὺ τοῦ ἀνακοίνωναν κάθε δύο-τρία λεπτὰ τὰ μέλη τοῦ πολυάριθμου ὑπηρετικοῦ του προσωπικοῦ ἔπρεπε νὰ αἰσθάνεται ἄγχος. Βρισκόταν μὲ τὰ μαλλιά του μόλις μισοστεγνωμένα ἀπὸ τὸ πρωινό του μπάνιο καὶ μὲ τὰ ῥὸζ του ἐσώρουχα γιὰ μόνο κάλυμμα τοῦ κορμιοῦ του (ποὺ ἤδη εὶχε ἀρχίσει νὰ φανερώνει τὰ πρῶτα σημάδια τῆς μέσης ἡλικίας) μπροστὰ ἀπὸ τὸν μεγάλο παλιὸ ἀριστοκρατικὸ καθρέφτη τοῦ σαλονιοῦ του ποὺ καταλάμβανε σχεδὸν ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ἀριστεροῦ τοίχου. Αὐτὸς ὁ καθρέφτης ἦταν τὸ πρῶτο καὶ τὸ τελευταῖο ἀριστοκρατικὸ στοιχεῖο τῆς οἰκίας Κρισέικς. Ὁ ἔνοικος τῆς ὁδοῦ Γραφημῶνος 12 ἦταν αὐτὸ ποὺ οἱ Ῥωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν homo novus, κάτι σὰν τὸν Κικέρωνα δηλαδή. Στὸν ἴδιο τὸν Κρισέικς ἄρεσε πολὺ νὰ τονίζῃ τὶς ὁμοιότητές του μὲ τὸν ὡρκισμένο ἐχθρὸ τοῦ Μάρκου Ἀντωνίου, ἂν καὶ πέρα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πατέρας τοὺ Κρισέικς ἀνῆκε « εἰς τὴν ἱππάδα τάξιν» (αὐτὸ στὰ παλιὰ νομανσλανδικὰ ἔφτιαχνε ἕνα πολὺ ὡραῖο λογοπαίγνιο γιατὶ ἀκουγόταν κάπως σὰν «ῥὸζ ἐπιδερμίδα» στὰ ἀγγλικά) δὲν ὑπῆρχαν καὶ πολλὰ κοινὰ μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν: παρ’ ὅλη του τὴν ἀγάπη γιὰ τὰ βιβλία ὁ Κρισέικς δὲν ἔπιανε τὴν πέννα του παρὰ μόνο γιὰ νὰ βάζῃ τὴν ὑπογραφή του, συνήθως σὲ ἐμπορικὰ ἀξιόγραφα ἢ σὲ ψηφίσματα τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ντίν καὶ οἱ ὅποιες ῥητορικές του ἱκανότητες ἐξαντλοῦνταν σὲ μερικὲς ξεσηκωμένες ἀπὸ τὸ διαδίκτυο ἀτάκες, προοωρισμένες γιὰ νὰ ὁδηγήσουν τὸ ταχύτερο δυνατὸν στὸ κρεβάτι του ὅποιο νυμφίδιο τοῦ γυάλιζε στὰ νυχτερινὰ καταγώγια ποὺ συνήθιζε νὰ σπαταλᾷ τὸν χρόνο του καὶ τὴν περιουσία του. Τὸ κακὸ μὲ τὸν ἐκκεντρικὸ ἐρωτύλο ποὖχε κληρονομήσῃ κάποια ἰσόβια πρόσοδο, ὑπεραρκετὴ γιὰ τὰ ἐξίσου ἰσόβια βίτσια του, ἀπὸ τὸν πατέρα του (Τσαλντεᾶνο ὑπαξιωματικὸ τοῦ ἱππικοῦ ὁ ὁποῖος στὶς ἐσχατιὲς τοῦ μᾶλλον μονότονου βίου του τὄχε ῥίξει μὲ ἀπρόσμενη ἐπιτυχία στὶς ἐπιχειρήσεις) ἦταν πὼς ἐν ᾧ ἀπὸ κάποια βιωματικὴ ἐπιφύλαξι ξόδευε ὅλη του τὴν σχολαστικότητα ὅταν ἐπρόκειτο νὰ τοῦ ζητηθῇ ἡ ὑπογραφὴ καὶ τοῦ πλέον ἀσήμαντου καὶ τυπικοῦ ἐγγράφου, στὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ λέγεται ὅτι ἕνας ἄντρας ὀφείλει νὰ προσέχῃ ἐξ ἴσου δὲν ἐπιδείκνυε καθόλου μὰ καθόλου τὴν ἴδια προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια. Εἴτε γι’αὐτὲς του τὶς ἀτασθαλίες εἴτε γιὰ τὴν κάποια μυστηριώδη προτίμησί του σὲ ὅλες τὶς πιθανὲς ἀποχρώσεις τοῦ ῥόζ, ὁ μεγαλοαστὸς εἰσοδηματίας Δὸν Ζουὰν τῆς Νομανσλάνδης ποὖχε καταφέρει μιὰ χαρὰ νὰ εἰσέλθῃ στὸ κλὰμπ τῆς παραδοσιακῆς ἀριστοκρατίας καὶ νὰ γίνῃ μάλιστα καὶ μέλος τοῦ συμβουλίου τοῦ Ντίν (τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί δὲν μαθεύτηκε ποτὲ ἀλλὰ καὶ ποτὲ δὲν ἐκφράστηκε δυσφορία ἀπὸ τὸν Τύπο) ἦταν γνωστὸς στοὺς κοσμικοὺς κύκλους περισσότερο μὲ τὸ σκωπτικό του προσωνύμιο «Ῥὸζ Μαρκήσιος» παρὰ μὲ τὸ φτωχὸ καὶ μπανὰλ ἀστικό του ὄνομα. «Κύριε, ἐκείνη ἡ γυναῖκα στὴν πίσω πόρτα φωνάζει καὶ λέει ὅτι ὰν δὲν τὴν ἀφήσουμε νὰ περάσῃ θὰ κάνῃ τέτοιο σαματᾶ ποὺ θὰ ταρακουνηθοῦν μέχρι καὶ τὰ τελευταῖα ἱπτάμενα βουβάλια τῆς Ῥέντ Ἄι». «Κύριε, ὁ ἁμαξᾶς λέει ὅτι σὲ μία ὥρα ἀρχίζει ἡ δίκη κι ὅτι ἂν δὲν σᾶς μεταφέρῃ ἐγκαίρως στὸ Μέγαρο Μούτινγκ θὰ χάσῃ τὴν δουλειά του. Λέει ὅτι τοῦ λείπουν μόνο μερικὰ ἔνσημα γιὰ νὰ βγῃ στὴν σύνταξι κι ὅτι κανεὶς στὸν 21ο αἰῶνα δὲν θὰ προσλάμβανε ἕναν ἀπολυμένο ἁμαξᾶ». «Κύριε, ὑπάρχει διαθέσιμο τὸ ἐφεδρικὸ ῥὸζ πουκάμισο, ἀλλὰ ἡ ἄσπρη περοῦκα χρειάζεται λίγο κερὶ πρὶν μπῇ ἡ πούδρα καὶ μᾶς ἔχει τελειώσει». Ὁ Κρισέικς πλησίασε τὸ πρόσωπό του τόσο κοντὰ στὸ γυαλὶ τοῦ μεγάλου καθρέφτη ποὺ ἡ ἄκρη τῆς μύτης του ἔσμιξε μὲ τὴν ἄκρη τῆς μύτης τοῦ εἰδώλου του σ’ ἐσκιμώικο χαιρετισμό. Μὲ μεγάλη σοβαρότητα καὶ ἀδιαφορῶντας γιὰ τοὺς κοπετοὺς τῶν ὑπηρετῶν του ἔσπασε ἕνα μικρὸ σπυράκι πάνω ἀπὸ τὸ ἀριστερό του φρύδι κι ὕστερα σκούπισε τὸ πύον μὲ τὴν ἄκρη τοῦ βρεγμένου μπουρνουζιοῦ ποὺ κρατοῦσε σιωπηλὸς ὁ τέταρτος ὑπηρέτης του. «Φέρτε τὸν ἁμαξᾶ μέσα» εἶπε ἤρεμα μὲ τὴν αἰσθαντικὴ φωνή του καὶ χωρὶς νὰ σηκώσῃ καθόλου τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν καθρέφτη «καὶ κεράστε τον ἕνα φλυντζάνι τσάι τριαντάφυλλο. Βοηθάει τὰ νεῦρα». «Ὅσο γιὰ ἐκείνη τὴν γυναῖκα στὴν πόρτα» πρόσθεσε καθὼς παγίδευε ἀνάμεσα στὰ νύχια τῶν δύο δεικτῶν του ἕνα ἀκόμη σπυρὶ στὸ καλοξυρισμένο του πηγοῦνι «μάθετε τὸ ὄνομά της καὶ μετὰ βλέπουμε». «Μάλιστα κύριε» ἔκαναν ταυτοχρόνως σὰν συνεννοημένοι οἱ δύο ὑπηρέτες καὶ βγῆκαν ἀπὸ τὸ σαλόνι ἀνταλλάζοντας ἀμοιβαῖα βλέμματα σχετλιασμοῦ γιὰ τὴν ἀρρωστημένη συνήθεια τοῦ κυρίου τους νὰ ἐξαρτᾷ τὶς σεξουαλικὲς του ἐπιδόσεις ἀπὸ διάφορα χημικὰ σκευάσματα ποὺ γέμιζαν τὸ πρόσωπό του ἀκμὴ καὶ τὴν πίσω ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ του ἔξαλλες δεσποινίδες. «Κι ἐσύ» πρόσταξε ὁ Κρισέικς τὸν τρίτο ὑπηρέτη, «τράβα σ’ἀυτὸν ἐκεῖ τὸν Ἰταλὸ μουζικάντη ποὺ μένει λίγο παρακάτω, στὸν πῶς τὸν λένε, τὸν Ῥοβιόλι καὶ ῥώτα τὸν ἂν ἔχῃ καθόλου κερί, θαρρῶ αὐτοὶ ἀλείφουν μὲ ἕνα εἰδικὸ κερὶ τὰ δοξάρια τους, δὲν ξέρω ἂν κάνῃ ἀλλἀ τέτοια ὥρα τέτοια λόγια, τράβα λοιπόν!». «Μὰ τὶ ἀνοησίες!» μουρμούρισε ὁ Κρισέικς λίγο μονολογῶντας καὶ λίγο ἀπευθυνόμενος στὸν ὑπηρέτη μὲ τὸ μπουρνούζι. «Εἶναι δυνατὸν νὰ δικάζουν γιὰ μειοδοσία τὸν πρίγκηπα Ῥῆτζεντ; Δηλαδὴ πῶς μπορεῖ ἕνας διάδοχος νὰ εἶναι προδότης; Νοεῖται προδοσία κατὰ τοῦ θρόνου ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν μελλοντικὸ κάτοχο τοῦ θρόνου;». «Λένε πὼς ἦρθε συνεννόησι μὲ τοὺς Ἄπωνες…» «Ἀνοησίες!» ἐπανέλαβε ὁ Κρισέικς διακόπτοντας τὸν ὑπηρέτη. «Νομίζω πὼς θἆναι πολὺ εὔκολο νὰ ξεμπροστιάσω ὅλη αὐτὴν τὴν ἀηθεια!» ψιθύρισε μονολοῶντας στὰ σίγουρα τώρα κι ἄρχισε νὰ φαντάζεται παλι τὸν ἑαυτό του σὰν Κικέρωνα ποὺ θὰ ξεσκέπαζε τὸν Κατιλίνα. «Κύριε» εἶπε μὲ ἀκύμαντη φωνὴ μπαίνοντας ξανὰ στὸ δωμάτιο ὁ ὑπηρέτης ποὺ εἶχε σταλῆ στὴν πίσω πόρτα, «κύριε» ἐπανέλαβε κρατῶντας μὲ τὴν ἀνοιχτή του παλάμη τὸ δεξί του μάγουλο, «αὐτὴ ἡ γυναῖκα δὲν κρατιέται μὲ τίποτε, μόλις μοῦ ἔρριξε ἕνα χαστοῦκι τόσο δυνατὸ ποὺ κόντεψα νὰ χάσω τὸ δόντι μου». «Μὰ ποιὰ εἶναι τελοσπάντων;» ζήτησε νὰ μάθῃ ὁ Κρισέικς φανερὰ ἐκνευρισμένος καὶ σήκωσε ἐπιτέλους γιὰ πρώτη φορὰ ὕστερα ἀπὸ μισὴ ὥρα τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸν καθρέφτη. «Λέει ὅτι τὴν λένε Λεβαντίνη, κύριε» ἐξήγησε ἀτάρραχος ὁ ὑπηρέτης «κι ὅτι εἶναι ἔγκυος. Ἂν κρίνω ἀπὸ τὴν λεκάνη της ἔχει μᾶλλον δίκαιο».

«Καὶ τί κατάλαβες ἀπὸ ὅλα αὐτὰ;» ῥώτησα τὸν Μπὰξ καθὼς πατοῦσα τὸ κουμπὶ μὲ τὴν ἔνδειξι 0. Τὰ δυὸ φύλλα τῆς πόρτας τοῦ ἀσανσὲρ ξεδιπλώθηκαν σὰν πολυκαρτποστὰλ μέχρι ποὺ ἑνώθηκαν πέντε περίπου ἑκατοστὰ μπροστά ἀπὸ μένα σὲ μιὰ ἐπίπεδη μεταλλικὴ πλάκα. «Τσέσνια», μοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος παίζοντας στὰ χέρια του τὸ καπέλο του, «αὐτὴ ἦταν μιὰ ἐρώτησι ποὺ ἔπρεπε νὰ ἔχω κάνει ἐγώ». Ἀπὸ τὸ ὕφος του κατάλαβα ὅτι βρισκόταν καὶ πάλι στὴν συνηθισμένη του κατάστασι, στὴν ἄκρως φυσιολογικὴ καὶ κανονικὴ γιὰ τοὺς ἄνθρώπους τοῦ εἴδους του: ἔπλεε σ’ἑνα πέλαγος ναρκισσιστικῆς ἐγωπάθειας μὲ τὴν σιγουριὰ τριακοσίων θαλασσόλυκων. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη δὲν ἤμουν γι’αὐτὸν παρὰ ἕνα ἀσήμαντο κι ἀνεπαίσθητο κυματάκι καὶ θὰ παρέμενα τέτοιο ἀκόμη κι ἂν τοῦ ἀποδείκνυα αὐτοστιγμεῖ τὸ πέμπτο αἴτημα τοῦ Εὐκλείδη. «Τὸ κολπάκι μὲ τὸ ἄγραφο μπλὸκ τὸ βρῆκα πολὺ φτηνὸ πάντως». «Ὄντως» μοῦ ἀποκρίθηκε χωρὶς κἂν νὰ γυρίσῃ νὰ μὲ κοιτάξῃ «στοίχισε μόλις τρία λουμπέσα. Τὸ χαρτοπωλεῖο ξεπουλοῦσε λόγῳ μετακομίσως καὶ ὅπως καταλαβαίνεις δὲν ἄντεξα στὸν πειρασμό». Δὲν ξαναμιλήσαμε μέχρι ποὺ βρεθήκαμε στὸ ἰσόγειο. Ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ μὴ τοῦ ἀπευθύνω τὸν λόγο πρῶτος καὶ τὸ πεῖσμα μου ἔδειχνε νὰ ἀποδίδῃ, γιατὶ τελικά, καθὼς ἔχοντας ἤδη βγεῖ ἀπὸ τὸ ἀσανσὲρ πλησιάζαμε τὴν ἔξοδο τοῦ νοσοκομείου φόρεσε τὸ καπέλο του καὶ μοῦ εἶπε: «Τί σοῦ γράφῃ λοιπὸν ἐκείνη ἡ Μουλέν σου; Σ’ἀγαπᾷ ἀκόμη;». Ἤμουν ἔτοιμος νὰ ἐπιτρέψω τὴν ἀπόδρασι σ’ ὅλο ἐκεῖνο τὸ μακροσκελὲς καὶ ἀρκετὰ ἐμπνευσμένο ὑβρεολόγιο ποὺ εἶχε στριμωχτῆ γιὰ τὰ καλὰ πίσω ἀπὸ τὰ ἑρμητικὰ σφραγισμένα χείλη μου, τὰ ἑνωμένα ὅπως καὶ τὰ φύλλα τῆς πόρτας τοῦ ἀσανσὲρ ποὺ μόλις εἴχαμε ἀφήσει πίσω μας κατὰ μῆκος μιᾶς ἐξαιρετικὰ λεπτῆς ἀλλὰ κι ἐνοχλητικὰ ὑπαρκτῆς γραμμῆς, ὅταν ἀναλογιζόμενος τὸ πόση ἐπιπλέον καθυστέρησι θὰ σήμαινε γιὰ μένα ἕνας ἐκτονωτικὸς μὲν ἀνούσιος δὲ καυγᾶς μὲ τὸν πιο πεισματάρη ἀστυνομικὸ τῆς Νομανσλάνδης ἀποφάσισα τελικὰ νὰ περιοριστῶ σ’ἕνα πολὺ δειλὸ καὶ συμφιλιωτικὸ «τί ἐννοεῖς;». Ὁ Μπὰξ σήκωσε ἀδιάφορα τοὺς ὥμους του σὰν νὰ τὸν εἶχα ῥωτήσει γιὰ τὸ βαρομετρικὸ τῆς βόρειας Ῥωσίας κι ὕστερα μουρμούρισε σὲ τόνο ἀποφθεγματικό: «Νομίζω πὼς τελικὰ οἱ γυναῖκες ἔχουν τοὺς λόγους τους νὰ μὴν ἐνδιαφέρωνται γιὰ τοὺς ἔξυπνους ἄνδρες: κι οἱ ἴδιες τὸ ξέρουν, καλύτερα ἀπ᾽τὸν καθένα, πὼς μόνο ἕνας πραγματικὰ ἠλίθιος θὰ εἶχε τὴν ἀφέλεια νὰ προσφέρῃ ἀκίνδυνη γι᾽ αὐτὲς ἀγάπη». Ἡ τελευτία του λέξι ἔφτασε στ’αὐτιά μου τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ ὁ ψυχρὸς πρωινὸς ἀέρας τῆς αὐλῆς τοῦ νοσοκομείου χτύπησε τὸ πρόσωπό μου, ἔτσι ποὺ νὰ μὴν εἶμαι σὲ θέσι νὰ ξεχωρίσω τί ἀπὸ τὰ δύο ἔφταιγε γιὰ τὸ ἀπότομο τσίμπημα ποὺ ἔνιωσα κάπου στὰ περίχωρα τῆς καρδιᾶς μου. «Ὑπονοεῖς ὅτι εἶμαι ἠλίθιος, Τέν;» ῥώτησα «ἢ ἁπλῶς ἔχεις λόγους νὰ μισῇς τὶς γυναῖκες;». Ὁ Μπὰξ σήκωσε καὶ πάλι ἀδιάφορα τοὺς ὤμους λὲς κι οἱ δυὸ πιθανὲς ἐξηγήσεις μου σήμαιναν περίπου τὸ ἴδιο πρᾶγμα. «Ἂς πάρουμε τὰ γεγονότα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ» εἶπε τελικὰ κι ἡ φωνή του ἀκούστηκε ἐλάχιστα διαφορετικὴ ἀπὸ τὸν ἦχο τῶν παπουτισῶν του ποὺ σέρνονταν στὰ χαλίκια «τί ἔκανε τὸν Κρόουλ νὰ λυγίσῃ τόσο γρήγορα;». «Εἶναι ὁλοφάνερο» φώναξα ἐκνευρισμένος μὲ τὰ παιχνιδάκια του «κατάλαβε πὼς γνωρίζεις γι’αὐτὸν κάτι πολὺ κακό». Τὸ ἴχνος ἑνὸς ἐπικίνδυνα αὐτάρεσκου χαμόγελου στράβωσε τὰ χείλια τοῦ Μπάξ. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα πακέτο τσιγάρα καὶ συνέχισε: «Πιστεύεις στ’ἀλήθεια ὅτι ὑποφέρει ἀπὸ καρδιοπάθεια;». Ἔβαλε τὸ χέρι του σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τσέπες τοῦ παλτοῦ του καὶ μετὰ ὰπὸ μιὰ ὰποτυχημένη προσπάθεια νὰ βρῇ τὸν ἀναπτῆρα του πρόσθεσε: «Ὁ γιατρὸς τὸν καλύπτει χρόνια, φτωχούλη Τσέσνια, ὅμως δὲν ξέρω τί κερδίζει ἀπὸ ὅλη αὐτὴν τὴν ἱστορία. Ἴσως νὰ ἐλαύνεται μόνο ἀπὸ ἁγνὰ κίνητρα φιλίας, ἀλλὰ μὲ τὸ ἴσως δὲν κάνουμε δουλειά…». Εἶχε ἀρχίσει νὰ μονολογῇ πιὰ ἐν ᾧ μιὰ δεύτερη ἀποτυχημένη ἀπόπειρα ἀνευρέσεως τοῦ ἀναπτῆρα του εἶχε μειώσει ἐντυπωσιακὰ τὴν ἀπόστασι μεταξὺ τῶν φρυδιῶν του. Ἕνα μαῦρο σύννεφο πάνω ἀπὸ τὰ μάτια του εἶχε ἀρχίσει νὰ θαμπώνῃ τὴν γυαλάδα τῆς ὑπεροψίας του. Δὲν τὸ κρύβω, ὄχι χωρὶς ἐνοχές, ὅτι ἐπέτρεψα στὸν ἑαυτό μου νὰ νιώσῃ μιὰ μικρὴ χαρά. Κάποιος ἄλλος εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Τὲν γιὰ τὶς προσβολές του κι αὐτὸς ὁ ἄλλος εἴτε Θεὸς λεγόταν εἴτε τύχη ἦταν ὁ προσωρινός μου σύμμαχος. «Ὅταν ὁ πατέρας του τὸ ἔμαθε δέχθηκε τόσο ἰσχυρὸ κλονισμὸ ποὺ πέθανε μέσα σ’ἕνα μῆνα. Δὲν ἦταν δύσκολο γιὰ τὸν Μπράδεργουντ ν’ἀποδώσῃ τὸ μοιραῖο σὲ βεβαρημένο ἱστορικὸ καρδιακῶν ἐπεισοδίων, ἀκόμη κι ἂν αὐτὰ δὲν συνέβησαν ποτέ. Ἡ πλαστογραφία ὅμως δὲν εἶναι τὸ δυνατό του σημεῖο. Θὰ τολμήσω νὰ πῶ πὼς δὲν ξεπερνᾷ οὔτε κἂν τοὺς πιὸ μέτριους ἐρασιχτέχνες». Συνέχιζε νὰ ψάχνῇ τὸν ἀναπτῆρα του κι ἔτσι ὁ ἐκνευρισμός του δὲν τὸν ἄφηνε νὰ διακρίνῃ τὸν δικό μου. «Μὰ γιὰ ποιο πρᾶγμα μιλᾷς ἐπὶ τέλους, Τέν;» ἀναγκάστηκα νὰ οὐρλιάξω κι ἕνα γεροντάκι ποὺ ἔμπαινε τὴν ὥρα ἐκείνη μέσα ἀπὸ τὴν μεγάλη μαύρη καγκελλόπορτα στὴν αὐλὴ τοῦ νοσοκομείου μὲ κοίταξε μ’ἕνα βλέμμα γεμᾶτο φόβο. «Χαζούλη Τσέσνια» ἀναφώνησε ὁ Μπὰξ ἀπολαμβάνοντας τὸν θρίαμβό του. «Ἀκόμη δὲν κατάλαβες ὅτι ὁ τύπος δὲν ἀντέχει οὔτε μισὴ μέρα χωρὶς τὴν κοκαϊνη του;». Ὁμολογῶ ὅτι ἔνιωσα μεγάλη ἔκλπηξι κι ὕστερα ἔφερα πίσω στὸ μυαλό μου τὴν εἰκόνα τοῦ Κρόουλ καθὼς μιξόκλαιγε ῥουφῶντας τὴν μύτη του. Ναι, δὲν ἦταν ῥούφηγμα κλάματος, οὔτε κι ἕνα τόσο μηδαμινὸ κλάμα ἢ μᾶλλον κλαψούρισμα δικαιολογοῦσε κατάρρου. Ὅμως κι αὐτὸ τὸ κλάμα πάλι; Αἰσθανόταν στ’ἀλήθεια ἐνοχὲς ποὺ ἀναγκάστηκε νὰ «δώσῃ» τοὺς φίλους του ἢ ἐπρόκειτο ἁπλῶς γιὰ ἀλλοπρόσαλλα ἐκδηλώματα ἑνὸς ἀρρωστημένου ψυχισμοῦ; Γύρισα νὰ κοιτάξω κατὰ πρόσωπο τὸν Μπὰξ γιὰ νὰ τὸν ῥωτήσω τί ἀκριβῶς σήμαινε ὅλο αὐτὸ γιὰ τὴν ὑπόθεσί μας, μὰ τὸ μόνο ποῦ εἶδα ἦταν ἕνα κάτωχρο γύψινο προσωπεῖο. Τὸ χέρι του εἶχε μείνει βουτηγμένο σὲ μιὰ τσέπη τοῦ παντελονιοῦ του λὲς καὶ κάποια φάκα τὄχε παγιδεύσει. Τὸ πακέτο βρισκόταν πεσμένο μπροστὰ ἀπὸ τὰ τρεμάμενα πόδια του κι ἕνα-δυὸ τσιγάρα εἶχα κυλήσει στὸ καταπράσινο γρασίδι. Θἄπαιρνα ὅρκο πὼς ο Μπὰξ εἶχε μόλις ἀντικρύσει τὴν Μέδουσα ἂν δὲν ψέλλιζε μὲ μιὰ φωνὴ βγαλμένη ἀπὸ φέρετρο: «Ὦ τὸν ἄθλιο, ὦ τὸν ἀλήτη…ὦ …ὦ». Μ’ἁδραξε ἀπὸ τὸ μπράτσο μὰ πίσω ἀπὸ τὴν τρομακτικὴ δύναμι ἐκείνης τῆς ἀτσάλινης ἁρπάγης ἔνιωσα ἔστω καὶ πρὸς στιγμὴν ὅλον τὸν τρόμο καὶ τὴν φρίκη ποὺ κυλοῦσε στὶς φλέβες του. Ἡ ὑπεροψία εἶχε ἐξαφανιστῆ ἀπὸ τὸ βλέμμα του σὰν σοβᾶς ποὺ ἔπεσε μὲ τὸ πρῶτο ξύσιμο. Δὲν χρειάστηκε νὰ μοῦ ἐξηγήσῃ. Ἀρχίσαμε κι οἱ δυὸ νὰ τρέχουμε σὰν παλαβοί. Μὰ ὅταν ξεθεωμένοι ἀπὸ τὴν ἀνάβασι τεσσάρων ὀρόφων καὶ κάτωχροι ἀπὸ τὸν φόβο φτάσαμε στὸν θάλαμο ἦταν πλέον ἀργα: γύρω ἀπὸ ἕνα ἀσπροφορεμένο πλῆθος γιατρῶν καὶ νοσοκόμων, μέσα σὲ μιὰ κόκκινη λίμνη αἵματος, τὸ ἄψυχο κουφάρι τοῦ Κρόουλ ἔμοιζε νὰ μᾶς εἰρωνεύεται πιὸ ζωντανὸ ἀπὸ ποτέ. Στὸ χέρι του γυάλιζε ἀκόμη τὸ καναπουτσὰρ τοῦ Μπάξ καὶ κανεὶς δὲν εἶχε σκεφτῆ νὰ κλείσῃ τὴν μουσική. Ἀπὸ τὸ σιντὶ πλέιερ ἀκουγόταν τὸ τραγούδι ποὺ ὁ δύστυχος σφύριζε λίγα λεπτὰ πρίν: «κανεὶς ποτὲ δὲν ἔσπευσε νὰ γίνῃ μειοδότης….»

Στὴν Τσεχία τὴν μπύρα, ξανθὴ ἢ μαύρη, τὴν πίνουν συνήθως σκέτη, ὅμως κάθε Νομανσλανδὸς πότης ποὺ σέβεται τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἐθνικὲς παραδόσεις τῆς χώρας του (δηλαδὴ μίας χώρας ποὺ συναγωνίζεται στὴν ψύχωσι μὲ τὰ βοοειδῆ τὸ μεγάλο μεσογειακὸ βασίλειο τῆς Ἱσπανίας), ὀφείλει ὑγραίνοντας τὸ λαρύγγι του μ’αὐτὸ τὸ ποτὸ ποὺ ἐντελῶς ὑποτιμητικὰ (καὶ κατὰ τὴν γνώμη τοῦ Μπάυρον Χάουσμαν καὶ μερικῶν ἄλλων φανατικῶν ὄχι χωρὶς Ἀπωνικὸ δάχτυλο) ὁ στρατηγὸς Μαρσὰλ εἶχε ἀποκαλέσει «κριθαρόζουμο», ὀφείλει λοιπὸν νὰ συνοδεύῃ αὐτὴν τὴν ζυθοποσία μὲ γενναῖες μερίδες παστῆς ταυρομάνας. «Διόλου παράξενο» εἶχε πεῖ στὴν ἴδια συνένετευξι ὁ Ἄπωνας στρατηγός «γιὰ μιὰ χώρα ποὺ ὀνομάζει τὰ ἀεροπλάνα της ἰπτάμενα βουβάλια». Τὸ διπλωματικὸ ἐπεισόδιο ἀποσοβήθηκε μὲ μερικὲς διορθωτικὲς δηλώσεις ποὺ ἱκανοποίησαν τὰ ἀνάκτορα καὶ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν, ἀλλὰ ἡ ῥαγδαία αὔξησι στὴν ζήτησι παστῆς ταυρομάνας ὡδήγησε μέρος τοῦ τύπου σὲ ἀναθεώρησι σχετικὰ μὲ τὰ κίνητρα τοῦ Μαρσάλ. Ὡστόσο αὐτὸς ὁ τελευταῖος δὲν ἔπαψε ποτὲ ν’ἀποτελῇ γιὰ μεγάλο μέρος τῶν πιὸ θερμόαιμων Νομανσλανδῶν κόκκινο πανὶ καὶ προσωποποίησι τοῦ παγκόσμιου μίσους κατὰ τῶν παραδοσιακῶν ἀξιῶν τοῦ Νομανσλανδικοῦ ἔθνους. Γι’αὐτὸ καὶ κἀνεὶς ἀπὸ τοὺς θαμῶνες τῆς παλιᾶς μπυραρίας δὲν ἔδειξε νὰ ἐνοχλῆται –οὔτε κἂν νὰ παραξανεύεται- ὅταν ὁ Κλὶν Σέβαν μὲ τὴν μύτη κατακόκκινη ἀπὸ τὴν μαύρη μπύρα καὶ τὰ δάχτυλά καταλαδωμένα ἀπὸ τὰ ἀμέτρητα κομμάτια παστῆς ταυρομάνας ποὺ κάθε τόσο λίπαιναν τὸν οὔτως ἢ ἄλλως πρόθυμο οἰσοφάγο του ὕψωσε τὸ μεγάλο καὶ ξέχειλο πορσελάνινο ποτήρι του γεμίζοντας μὲ ἀφροὺς τὰ ἄδεια πιάτα στὸ τραπέζι καὶ φωνάζοντας: «Θάνατος στὸν Μαρσάλ!». Μάλιστα ἕνας γέρος μὲ στριφτὸ μουστάκι ποὺ τόση ὥρα ἔπινε σιωπηλὸς στὴν ἀριστερὴ γωνιὰ δίπλα στὸν πάγκο γύρισε καὶ ὕψωσε σ’ἕναν ἀνταποδοτικὸ χαιρετισμὸ τὸ δικό του ποτήρι –μισοάδειο αὐτό –προσπαθῶντας νὰ φωνάξῃ κάτι ποὺ πνίγηκε μέσα στὸν βῆχα καὶ στὸν λόξυγκα. Οἱ ἀναθυμιάσεις ἀπὸ τὰ μεγάλα ξύλινα βαρέλια, ἀνακατεμένες μὲ τὴν βαριὰ μυρωδιὰ τοῦ παστοῦ καὶ τὴν ἱδρωτίλα τῶν ἀποχαυνωμένων πελατῶν δὲν συμφωνοῦσε σὲ τίποτε μὲ τὴν ἐπισημότητα τῆς πομπῆς τῶν ἱππήλατων ἁμαξῶν ποὺ κάθε τόσο ὡδηγοῦσαν καὶ κάποιο ἀπὸ τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου τοῦ Ντὶν στὸ Μέγαρο Μούτινγκ, ἑκατὸ μέτρα πιὸ πέρα. Μόνο κάπου κάπου, ἅμα ἡ πόρτα μὲ τὴν βρόμικη τζαμαρία ἄνοιγε γιὰ νὰ μπῇ κανένας καινούργιος πελάτης μὲ κιτρινιασμένη ἀπὸ τὸ τσιγάρο γενειάδα ἢ γιὰ νὰ βγῇ τρικλίζοντας κάποιος ἀπὸ τοὺς σουρωμένους θαμῶνες ποὺ εἶχαν γεμίσει τὸ πεζοδρόμιο μὲ τὰ ξερατά τους, τὸ φρέσκο ἀεράκι ποὺ πρόφτανε νὰ γλυστρήσῃ στὸ στενάχωρο καταγώγι ἔδινε στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ καπηλειοῦ τὴν ἀπολύτως ἀπαραίτητη περιεκτικότητα σὲ ὀξυγόνο. «Φτάνει πιά, Κλίν» μουρμούρισε ὁ Χάουσμαν κι ἔκανε νὰ πιάσῃ τὸ ποτήρι τοῦ φίλου του. «Ἔχεις πιεῖ τὸν ἄμπακο». Ἐκεῖνος, μὲ μιὰ ἐπιδέξια κίνησι καὶ μὲ χέρι ποὺ δὲν ἔτρεμε οὔτε τόσο, παρὰ τὸ μεθύσι τοῦ ἀξιότιμου κατόχου του, τράβηξε τὴν κούπα πρὸς τὸ μέρος του καὶ κατέβασε μὲ μιὰ γουλιὰ ὅσο ἀπὸ τὸ ἀφρῶδες περιεχόμενό της εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὴν ἀμέσως προηγούμενη –κατά τι μόνο μικρότερη- ῥουφηξιά. «Γκαρσόν!» φώναξε βροντῶντας τὸ ἄδειο ποτήρι στὸ τραπέζι. «Γκαρσόν! Ἄλλα δύο λίτρα ἀπ’αὐτὸ τὸ βάλσαμο καὶ μιὰ περιποιημένη πιατέλλα ταυρομάνα». Ἕνας ξερακιανὸς καὶ λιγδιάρης σερβιτόρος ἑτοιμάστηκε νὰ πλησιάσῃ τὸ τραπέζι τοῦ Σέβαν καὶ θὰ τὸ εἶχε κάνει, ἂν μιὰ κρυφὴ χειρονομία τοῦ Χάουσμαν δὲν τὸν ἀπέτρεπε. «Γκαρσόν!» ξαναφώναξε ὁ Σέβαν κι ἄρχισε νὰ χτυπᾷ παλαμάκια. «Τί θὰ γίνῃ ἐπιτέλους; Κουφαθήκατε ὅλοι ἐδῶ μέσα;». «Ἡσύχασε τώρα, Κλίν» τοῦ εἶπε σιγανὰ ὁ Χάουσμαν κι ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του μερικὰ μπρίκια. Εἶναι ὥρα νὰ πηγαίνουμε πιά. Ἕνα νέο κῦμα φρέσκου ἀέρα χάιδεψε τὰ κοκκινισμένα μάγουλα τῶν δύο φοιτητῶν. Ἡ πόρτα ἔτριξε κι ὕστερα ἔκλεισε πάλι. Μπροστά της στεκόταν ἕνας πολὺ καθωσπρέπει κύριος μὲ μαύρη καμπαρτνίνα, γυαλιστερὰ παππούτσια κι ἕνα καλοξυρισμένο πηγούνι μισοβυθισμένο στὸν γιακὰ τοῦ πουκαμίσου του. «Τί θέλει ἐδῶ αὐτὸς;» φώναξε κοροϊδευτικὰ ὁ Σέβαν. Κι ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἴδιου νιόφερτου καὶ τοὖπε μὲ τὴν μπάσα φωνή του: «Ἔ κύριος! Θαρρῶ τὰ μπέρδεψες! Τὸ Μέγαρο Μούτινγκ εἶναι πιὸ κεῖ». Μερικοὶ θαμῶνες γέλασαν, ὁ γέρος τῆς γωνιᾶς πῆγε καὶ πάλι νὰ πῇ κάτι, μὰ ὁ μαυροντυμένος ἄντρας εἶχε ἤδη φτάσει στὸ τραπέζι τῶν δύο νεαρῶν. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του ἕνα χαρτάκι ποὺ ἔμοιαζε μὲ φωτογραφία καὶ τὸ κοίταξε μιὰ δυὸ φορὲς ἀνασηκώνοντας τὸ βλέμμα του καὶ μοιράζοντάς το σὲ ἰσόχρονες δόσεις ἀνάμεσα στοὺς δύο συμπότες. Ξαφνικὰ ὁ Σέβαν ἅρπαξε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἐπισκέπτη τὸ χαρτάκι καὶ μετὰ ἀπὸ μιὰ πρόχειρη ματιὰ ξέσπασε σὲ ἀσυγκράτητα γέλια. «Μὰ σὲ καλό του, Μπάυρον!» μουρμούρισε γεμίζοντας τὰ κενὰ μεταξὺ τῶν λέξεων μὲ πνιχτὰ χάχανα. «Ἤ ἡ ταυρομάνα ποὺ μοῦ ἔδωσαν ἦταν χαλασμένη ἢ αὐτὸς ὁ φλούφλης κουβαλάει μιὰ φωτογραφία μου!». Ὁ φλούφλης, ἔχοντας πιὰ καταλάβει γιὰ τὰ καλὰ ὅτι ὁποιαδήποτε ἀπόπειρα συνεννοήσεως μὲ τὸν μεθυσμένο φοιτητὴ ἦταν σκέτο χάσιμο χρόνο, ἔσκυψε πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ Χάουσμαν καὶ τὸν ῥώτησε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Κλὶν Σέβαν; Θὰ μὲ βοηθήσετε νὰ τὸν μεταφέρουμε μέχρι τὸ περιπολικό;».

Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Η Μουλίν φοβάται τα ραμόνια

«Να πρόσεχεις τα ραμόνια, Τεν!» φωνάζει με την τραγουδιστή σέξυ φωνή της η Μουλίν στον άντρα που ξεμακραίνει, κουνώντας του το μαντίλι.
Αυτός είναι ο συνηθισμένος της χαιρετισμός. Κάθε που φεύγει ο Τεν Μπακς για κάποια νέα μυστική αποστολή, τον αποχαιρετά με τον ίδιο τρόπο.
«Οέοοοο, αγάπη, μην ανησυχείς, θα γυρίσω!» φωνάζει ο Τεν και ορμά χοροπηδηχτά πάνω στο φτερωτό βουβάλι της Ρεντ Άι, της εθνικής εταιρείας αερομεταφορών, με το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο στόλο ιπτάμενων βουβαλιών παγκοσμίως.
Η Μουλίν, αγγίζοντας με σιγουριά τα δυο γεμάτα καναπουτσάρ που κρέμονται στερεωμένα δεξιά κι αριστερά στη ζώνη της -πρέπει να φυλάγεται κανείς τη σήμερον ημέρα- στρέφεται προς το ροζ πέτρινο σπίτι, να τελειώσει τον καφέ που άφησε μισοτελειωμένο. Πίσω από το σπίτι, ορθώνονται τα ροζ βουνά της οροσειράς των Υδρογονανθρακών, το φυσικό σύνορο της Νομανσλάνδης με την εχθρική χώρα των Απώνων. Στη χώρα αυτή, την Απωνία, την ξακουστή για τα ραμόνια της που καλλιεργούνται στα εκτροφεία του παραλιακού θερέτρου Μόδο, γίνονται οι συνηθισμένες αποστολές του Τεν. Κάνει το παν για τη σύσφιξη των σχέσων των δύο χωρών, ως μυστικός πράκτορας απευθείας εντεταλμένος του αυτοκράτορα Τσινγκ του Α΄. Οι Απωνες έχουν θετική άποψη για μια συμμαχία που θα ευνοήσει την ειρήνη μεταξύ των βουνίσιων κατοίκων της Νομανσλάνδης και των θαλασσινών Απώνων, αλλά την τελευταία λέξη θα την πουν οι λαοί -με δημοψήφισμα φυσικά.
Η ζωή κυλά ήρεμα και απαλά σαν ποταμάκι στην Κοιλάδα του Χρόνου, εκεί όπου κατοικούν η Μουλίν με τον άντρα των ονείρων της, τον θαρραλέο, σκληρό και συνάμα τρυφερό σαν καρδιά μαρουλιού, τον Τεν Μπακς, που πρόδωσε το σόι του για χατήρι της και δεν το μετάνοιωσε ποτέ του• γιατί ο Τεν, ως γόνος της αγέρωχης και περήφανης κάστας των Τσαλντεάνων και σπουδαγμένος ως εκτούτου στη Σχολή των Ταγιστών, ώφειλε να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της κάστας αυτής και όχι να συμπλέει με το λαουτζίκο. Ευτυχώς, οι Τσαλντεάνοι περιορίστηκαν απο τον αυτοκράτορα Τσινγκ τον Α΄ στο μοναστήρι του Ντιντάτσε, όπου έχουν το ελεύθερο να συνομωσιολογούν και να θυσιάζουν αρνάκια στο Γκράαλ, όσο και όταν τους κάνει κέφι. Υπάρχουν μεν, αλλά δεν εμποδίζουν το λαό της Νομανσλάνδης στην πορεία του προς το αύριο.
Το αύριο της Νομανσλάνδης ταυτίζεται με τη συμπαραγωγή ραμονιών, να δοκιμαστεί σε πρώτη φάση δηλαδή η καλλιέργειά τους στα ποτάμια της, μια και η χώρα αυτή δεν έχει θάλασσα. Στο σχέδιο αυτό αντιδρά μαζικά ο λαός, αλλά ο Τσινγκ ο Α΄ που επιθυμεί διακαώς να πραγματώσει το όραμά του έχει ξαμολήσει ακόμα και τον εθνικό συνθέτη Λεβόν Μποχεμιάν, αυτόν που έγραψε το εμβατήριο «Πάρε Πέντε», τον εθνικό ύμνο της χώρας, να βάλει τα δυνατά του. Ο Μποχεμιάν, αν και γερασμένος πλέον, έχει την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του λαού εξαιτίας, όχι μονάχα της λαοπλάνας στιβαρής μουσικής του, αλλά και των παλαιών του αγώνων εναντίον των Τσαλντεάνων που τον παλιό καιρό, όταν κατείχαν την εξουσία πριν τον Τσινγκ τον Α΄, φορολογούσαν αγρίως τους νομανσλανδιανούς πολίτες και τσεπώναν τους φόρους για να ζουν κολυμπώντας στα πλούτη και στην πολυτέλεια. Οι κυρίως απόστολοι της ειρηνικής συνύπαρξης και συμμαχίας των δύο χωρών είναι, εκτός από τον αφανή Τεν Μπακς, ο εθνικός ευεργέτης, εφοπλιστής και τραπεζίτης Μπασέν ντε Λαντρ και ο δαιμόνιος Πράβο Γιάζντι, ο πρώην νταλικιέρης που κατάφερε να γίνει Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών της αυτοκρατορικής κυβέρνησης της χώρας, όταν πρότεινε την κατασκευή και εγκατάσταση αόρατων διοδίων, καθώς και αυτομάτως επισκευαζόμενων οδοστρωμάτων στις εθνικές οδούς.
Αν και η Μουλίν δεν έχει δει ποτέ της ραμόνι και ούτε καν ξέρει τι θα πει θάλασσα, μια και δεν επισκέφτηκε ποτέ την Απωνία, εντούτοις τα φοβάται παθολογικά και, παρ’ όλες τις κοροϊδίες που τρώει από το θαρραλέο αντρούλη της, τρέμει στην ιδέα ότι κάποια μέρα μπορεί να βρεθεί κάνα ραμόνι στη σούπα της. Δεν έχει δει μεν, αλλά η πλούσια φαντασία της τα φανερώνει αυτά τα καταραμένα τα ραμόνια στους εφιάλτες της και είναι πλάσματα απαίσια, με νύχια γαμψά και σιδερένιες περικεφαλαίες, με όπλα εντελώς διαφορετικά από τα καναπουτσάρ, τα οποία μελετά και βελτιώνει διαρκώς το Ινστιτούτο Σκοτ Πόλαρ της αγαπημένης της πατρίδας.
Μαγειρεύει τώρα στην κουζίνα της η ωραία Μουλίν και σκέφτεται με τρόμο πού να βρίσκεται ο Τεν. Στριφογυρνά πάνω στα ξώφτερνα ψηλοτάκουνά της, που δεν παύει να τα φορά μέρα νύχτα, αν και είναι εντελώς ακατάλληλα για την κακοτράχαλη αγροτική περιοχή όπου κατοικεί, την Κοιλάδα του Χρόνου δηλαδή. Απαξ και της είπε κάποτε ο Τεν ότι πεθαίνει στη θέα του λικνιζόμενου κορμιού της πάνω σε αυτά τα ψηλοτάκουνα, το θέμα είναι ληγμένο για την όμορφη Μουλίν· γιατί η Μουλίν είναι η ωραιότερη γυναίκα της χώρας και ο Τεν αναγκάστηκε να μονομαχήσει στο σκάκι με τον πρωταθλητή Τάλατ Μπλεντ για να κερδίσει την καρδιά -και το κορμί της, εννοείται- μια και η Μουλίν ήταν ανέκαθεν φαν του σκακιού, είχε κάνει και πρόεδρος της Ν.Ε.Σ. (Νομανσλανδιακή Ενωση Σκακιστών) για ένα φεγγάρι. Είναι η μοναδική παρτίδα που έχει χάσει στη μέχρι σήμερα καριέρα του ο Τάλατ με τη συννεφιασμένη όψη. Ευτυχώς για τη Μουλίν, βέβαια, γιατί θα ήταν τρομερό να μένει κλεισμένη στο μουντό πύργο του σκακιστή αντί να πιλαλάει ελεύθερη στα λιβάδια της Κοιλάδας του Χρόνου -με τα ξώφτερνα ψηλοτάκουνα, βεβαίως.
Μαγειρεύει, λοιπόν, η σέξυ και πανέξυπνη Μουλίν σιγοτραγουδώντας το σουξεδάκι της μόδας που τυχαίνει να είναι και ύμνος σύνθημα των αντιραμονιστών «είμαι σέξυ και πανέξυ και ραμόνια δεν θα βρέξει» και στη σκέψη της τριγυρνούν ραμόνια, μπαλώνει τις κάλτσες του Τεν και ραμόνια μπερδεύονται στις κλωστές, ξεσκονίζει και ραμόνια ανασύρονται από σκοτεινές γωνίες, σφουγγαρίζει και ραμόνια αναδεύονται στον κουβά του σφουγγαρίσματος, ιδρώνει και αποδίδει τη φούντωση σε ραμόνια που έχουν διεισδύσει στο δέρμα της. Η κατάσταση πάει να γίνει τραγική, το καταλαβαίνει και βγαίνει έξω, να σκαλίσει τα παρτέρια. Παραμονεύουν όμως ραμόνια κάτω από το χώμα, μερικά είναι γαντζωμένα κάτω από τα πέταλα των λουλουδιών ή ξεπροβάλουν σαν αγριεμένα αγκάθια από τα κοτσάνια τους, κάποιο άλλο, τεράστιο ραμόνι, κρυφογελάει πίσω από τον κορμό της συκιάς έτοιμο να της ορμήξει, η κατάσταση είναι αφόρητη, ξαναμπαίνει στο σπίτι, ξαπλώνει στον καναπέ και ανοίγει τηλεόραση.
Τα πράγματα όμως δεν είναι καθόλου καλύτερα, γιατί στην οθόνη παρελαύνουν ραμόνια, κάθε παρουσιαστής και ραμόνι μεταμορφωμένο σε παρουσιαστή, κάθε δημοσιογράφος και κρυφό ραμόνι. Τηλεφωνεί στο κινητό του «Τεν, αγάπη μου, θα αργήσεις;» τον ρωτά κι εκείνος «όχι, μωράκι μου, σε λίγο φτάνω, τώρα πετάω πάνω από τους Υδρογονανθρακούς» απαντά και η Μουλίν αρχίζει να στρώνει τραπέζι.
Ο ήλιος βάφει ακόμα πιο ρόδινα τα βουνά γέρνοντας προς τη δύση, ακούγεται το μουγκρητό του ιπτάμενου βουβαλιού και μετά ο χτύπος της αυλόπορτας που κλείνει. Επιτέλους! Ο Τεν είναι σπίτι.
«Τεν, τα χέρια σου! Να πλύνεις καλά τα χέρια σου!» του φωνάζει η Μουλίν από την κουζίνα, όπου βάζει τις τελευταίες πινελιές στο στόλισμα της πιατέλας.
«Τι θα φάμε σήμερα, αγαπούλα;» ακούγεται η φωνή του από το μπάνιο και «αυτό που σου αρέσει!» απαντά η Μουλίν, «μακαρόνια με παστουρμά και σάλτσα αντσούγια!» και, συμπληρώνοντας το καθιερωμένο «τι μού ’φερες σήμερα;», περνά με την πιατέλα στο καθιστικό, την ακουμπά στο χαμηλό τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ, χαμηλώνει το φως και περιμένει. Ο Τεν βγαίνει από το μπάνιο τινάζοντας αγέρωχα τα νερά από τα μαλλιά του -ο μόνος πλούτος που επιτρέπει στον εαυτό του ο λιτός ήρωας και που μοιράζεται ευχαρίστως με τη γυναίκα του είναι αυτές οι τρίχες- απλώνει τα χέρια, η Μουλίν πέφτει ξέπνοη στο στέρνο του -γκάπ!- και «Επιτέλους, αγάπη μου, φοβήθηκα τόσο» του λέει και κάθονται να φάνε.
Μεταξύ τυρού και αχλαδίου, που λένε, η γυναίκα ξαναρωτά «τι μού ’φερες» και ο Τεν απλώνει το χέρι στην τσέπη του -πεταμένου πρόχειρα στη διπλανή πολυθρόνα- σακακκιού του, βγάζει ένα κουτάκι και «δες το και μετά θα σου πω τί είναι» της λέει, εκείνη ανοίγει το κουτάκι, βγάζει ένα υπέροχο δαχτυλίδι με ροζ πέτρα «τι πέτρα είναι αυτή;» ξαναρωτά, ο Τεν απαντά κλείνοντας το μάτι «ένα ραμόνι, καρδούλα μου!»
Η Μουλίν μένει προς στιγμή άναυδη και μετά ξεραίνεται στα γέλια, νευρικά γέλια, κοντεύουν να σπάσουνε τα τζάμια. «Ραμόνι; Αυτά είναι τα ραμόνια λοιπόν; χαχαχα!» καταφέρνει να πει ανάμεσα στα τρανταχτά γέλια και ο φόβος πετάει μακριά, φεύγει, πάει πέρα από βουνά και κορυφογραμμές, χάνεται μέσα στο σκοτάδι και οι εφιάλτες δεν θα ξαναζωντανέψουν πια. Τέλος.
Ετσι συμβαίνει πάντα, ησυχάζει ο νους όταν ο φόβος παίρνει συγκεκριμένη μορφή, εικονοποιείται, που λένε, παύει να είναι κάτι τι ακαθόριστο και θολό. Φοβάται κανείς εκείνο που φαντάζεται, αυτό που σκορπίζεται μέσα στη σκέψη και τη διαλύει και γιγαντώνεται από το λίπασμα της φαντασίας. Ο σπόρος του φόβου, όταν φυτεύεται στο μυαλό, είναι επικίνδυνος. Ετσι την πάτησε η ωραία και πανέξυπνη Μουλίν, που φοβόταν τα φαντάσματα που η ίδια κατασκεύαζε μέσα στο δικό της το κεφαλάκι.

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ποίημα

Σπηρούνισε το φτερωτό βουβάλι
και στα ουράνια χύθηκε μ’ ορμή
με το καναπουτσάρ του στη μασχάλη
και τη Μουλίν να του φωνάζει «Μη»!
Τριγύρω του πετούσαν Τσαλντεάνοι
και ρίχναν σπιθονάκια φονικά
Μα το καναπουτσάρ του φλόγες βγάνει
και όλους τους βαρβάρους τους νικά
Τον δέχτηκε ο Τσινγκ αυτοπροσώπως
«Σε θέλω στο Συμβούλιο του Ντιν»
«Μεγαλειότατε, χαμένος κόπος,
αλλά ευχαριστώ πολύ δια την τιμήν»
«Το μέγεθος, παιδί μου, δεν μετράει
για όποιον ξέρει να το κουμαντάρ’»
Μα κείνον πάντα θα τον τυραννάει
που του ’λαχε μικρό καναπουτσάρ…

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Ροβιόλης και Ζωντανίνα

Στην οδό Γραφημώνος, κατοικεί ο Ροβιόλης,
που όλοι ξέρουν πως έχει λουμπέσα πολλά.
Τη Ζωντανίνα γυναίκα (εξώλης-προώλης),
αγαπούσε εκείνος – κι αυτή τα λεφτά.
Διακοπές είχαν πάει, προς το Παπουνάνε,
τ’ ωραίο το πύο του βυθού για να δουν.
Δυο μπλε –στην ακτή- φαρίδες περνάνε,
ντρουμου-ντρουμ, τα βραχιόλια φοράν της Βροντούμ.
Στων Θεών το νταμάρι, πικρό σουαχίλι,
κακιά Φαλακρίνα, στης Νιόσης το φως.
Πιο –μοιάζει- ρομάντζα, ως πέφτει το δείλι
στη Ρύθμη Σισίχου, στα κάτω ο ρυθμός.
Μια μέρα είχαν φτάσει ως τις Κολμυρίδες,
του Προέδρου Ταμέλη να δούνε τη γη.
Γενναίους αντικρύσαν πολλούς Τωντονίδες,
με το σπιθονάκι βαθιά στο κορμί.
Μα κάποτε μόνος ξυπνάει ο Ροβιόλης,
και η Ζωντανίνα, το ραμόνι κι αυτή.
Στα δρομαλιώτικα ψάχνει τα στέκια της πόλης,
μα κείνη έχει φύγει, ψηλά στο Χαπί.
Και φτάνει σε λίγο, το γράμμα του νόμου
Περιμενοδίκης να δώσει σκυφτός.
Τα χώραφα τώρα μοιράζουν κι επ’ ώμου
το βιολί κουβαλάει κι όλο πάει μοναχός.
Στην οδό Γραφημώνος – επικίνδυνο μέρος –
για να ζήσει ο Ριοβιόλης τα ροβίχια πουλά.
Και περνούνε τα χρόνια, κι όλο γίνεται γέρος,
γέρο-Δήμο τον λέγαν, μες τη γειτονιά.

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Νομανσλάνδη

Η Μουλίν έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρό της. Που να βρισκόνταν άραγε ο πρίγκιπας Ρήτζεντ κι ο λόρδος Κράουν; Πότε θα επέστρεφαν από το συμβούλιο του Ντίν; Κανείς δεν είχε νεά τους εδώ και μέρες. Κυκλοφορούσαν φήμες στη Νομανσλάνδη ότι οι Τσαλντεάνοι του αυτοκράτορα Τσινγκ τους είχαν στήσει ενέδρα στο δρόμο για την Απωνία και τους κρατούσαν τώρα ομήρους σε κάποια μαύρη τρύπα. Όχι, όχι, σκέφτηκε η Μουλίν, το Φτερωτό Βουβάλι ήταν εξοπλισμένο με την τελευταια τεχνολογία απόκρυψης κι ο Πράβο Γιάζντι ο ικανότερος πιλότος της Νομανσλάνδης, το καμάρι της σχολής Ρεντ Άι.
Με μια κίνηση του χεριού της το παράθυρο έκλεισε και τα ρολά κατέβηκαν. «Τσέτσνια!», φώναξε επιτακτικά. Τα μπλέ λεντάκια του Τσέτσνια αναβόσβυσαν καθώς το ρομπότ βγήκε από τον ύπνο του. «Ο Τσέτσνια πειρμένει τις οδηγίες σας, μεγάλη αρχόντισσα Μουλίν», αντήχησε μεταλλική η φωνή του. «Γράμματα, Τσέτσνια, γράμματα! Η Μεγάλη Αρχόντισσα Μουλίν δεν έχει λάβει νέα από τους απεσταλμένους της Νομανσλάνδης και παρακαλεί όπως κλπκλπ, οι διαγαλαξιακές συνθήκες προστατέυουν την ελέυθερη μετακίνηση των αποστολών κλπκλπ ξέρεις εσύ. Στείλτο στον Ντιντάτσε, στον Ρεβινστίνκτ και στον αυτοκράτορα.» Τα μπλέ λεντάκια του Τσέτσνια αναβόσβυσαν ανησυχητικά. «Στον στρατηγό Ρεβινστίνκτ, μεγάλη αρχόντισσα;» «Κυρίως σε αυτό το παλιοτόμαρο, δεν μπορεί να κάνει ότι θέλει με τους Τσαλντεάνους του! Υπάρχουν κι οι διαγαλαξιακές συνθήκες!» Τα μπλέ λεντάκια του Τσέτσνια αναβόσβυσαν καθώς τα μηνύματα ετοιμάζονταν. «Κα με΄τα ειδοποίησε τον Τεν Μπακς να έρθει αμέσως εδώ, μόνο ένας άμυαλος ροψοκίνδυνος σαν αυτόν μπορέι να αναλάβει να τους βρει».
Η Μουλίν έπεσε εξουθενωμένη σε μια πολυθρόνα. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο καναπουτσάρ του πρίγκιπα Ρήτζεντ που κρεμόταν στον τοίχο. Το ιστορικό αυτό καναπουτσάρ το είχε δωρίσει ο μεγάλος εξερευνητής και θεμελιωτης της αποικίας τους, ο Σκοτ Πόλαρ, στον προ-προ-προ παπού του πρίγκιπα. Κι ο Ρήτζεντ το είχε καταθέσει στα πόδια της Μουλίν πριν φύγει για την αποστολή στην Απωνία, ζητώντας το χέρι της, όπως ήταν το έθιμο στη Νομανσλάνδη. Η Μουλίν αναστέναξε. Δεν ήξερε ο Ρήτζεντ ότι το καναπουτσάρ του Κάουαρτ Ρομπερτ Φορντ, του χαμένου σκηνοθέτη, βρισκόταν κι αυτό στην κατοχή της μεγάλης αρχόντισσας;
………………
Σε μια σπηλιά πέρα από τους Υδρογονανθρακούς ο πρίγκιπας Ρήτζεντ κι ο Λόρδος Κράουν οδηγούνταν αλυσοδεμένοι σε άλλο κελλί. «Και του το είπα του Γιάζντι ότι σαν πολύ περιεργο ηταν που δεν έιχαμε κίνηση στον διαστημοδιάδρομο, δε με άκουσε, όχι, λέει, κόβουμε τουλάχιστον 20 παρσέκ από δω» μουρμούριζε.
«Ρήτζεντ, πάντα ήσουνα κουραμπιές» σκέφτηκε ο Κράουν, «ήσουν το ρεζίλι του στρατευματος. Ελπίζω η ανηψιά μου να λογικευτεί και να μη γίνουμε συγγενείς. Κακόμοιρε Γιάζντι, τόσο νεος, τόσο παράτολμος! Και σου’τυχε επιβάτης ο Ρήτζεντ».
Η πόρτα του κελλιού έκλεισε πίσω τους. «Μα τον Άγιο Γκράαλ, φέρανε κι άλλους!», ακούστηκε μια φωνή από το βαθος. Μόλις τα μάτια τους συνήθισαν στο σκοτάδι είδαν ότι μίλησε ένας άντρας κρυμμένος πίσω από ένα βουνό μαλλιά και γένια. «Φορντ, Κάουαρντ Ρόμπερτ Φόρντ», τους συστηθηκε.
«Ο χαμένος σκηνοθέτης;» αναφώνησε ο Ρήτζεντ. «Είμαι μεγάλος θαυμαστής του έργου σας, ειδικά το ντοκυμανταίρ που γυρίσατε για τη Μεγάλη Αρχόντισσα Μουλίν! Άψογο! Παρεμπιπτόντως, πρίγκηψ Ρήτζεντ κι από δω ο Λόρδος Κράουν».
«Πώς βρεθηκατε εδώ, σκηνοθέτα;» ρώτησε ο Κραουν. Ένας λυγμός ακούστηκε στο βάθος του κελλιού.
«Μη δίνετε σημασία, είναι ο Μποχεμιάν ο συνθέτης. Δεν άρεσε στον αυτοκράτορα μια σύνθεσή του και τον έριξε στη φυλακή. Αλλά να σας συστησω και την υπόλοιπή παρέα. Ο κύριος Άρσον», είπε δυνατά «επικίνδυνος, να τον προσέχετε», ψιθύρησε. «Υπάρχει κι ο Κλιν Σέβαν, αλλά αυτόν πότε τον βλέπουμε πότε δεν τον βλεπουμε, είναι λένε μισός Νομανσλανδός μισός Άπωνας, γι’αυτό.»
«Ναι, γνωρίζω το φαινόμενο» έιπε ο Κραουν. «Αλλά πείτε μου κύριε Φορντ, υπάρχει κανένας τροπος να φύγουμε από δω; Ή έστω, να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο;»
Ο Άρσον που στο μεταξύ είχε πλησιάσει και περιεργαζόταν την ολογραφική στολή του Ρίτζεντ ξέσπασε σε υστερικά γέλια. «Μα τον Άγιο Γκράαλ, αυτοί οι καινούργιοι έχουν πολλή πλάκα», σχολίασε. «Ειδικά αυτός εδώ ο φλούφλης», είπε αναφερόμενος στον πρίγκιπα. Ο Ρήτζεντ έκανε μια κίνηση να βγάλει το καναπουτσάρ του και να καλέσει σε μονομαχία τον αναιδή Άρσον, αλλά θυμήθηκε ότι δεν είχε πλεόν όπλο και ντροπιασμένος αποσύρθηκε σε μια γωνία.
«Μη δίνετε σημασία στον πρίγκιπα, είναι πάντα με το καναπουτσάρ έτοιμο για καβγά. Θα του περάσει. Στο μεταξύ, ας ρίσουμε μια ματιά στο κελλί…»
Όσο ο Κραουν κι οι άλλοι μίλαγαν για διακτινισμούς και μαγνητικά πεδία που εμπόδιζαν τη διαφυγή, ο Ρήτζεντ καθισμένος σε μια γωνιά έκλαιγε και σκεφτόταν τη Μουλίν του και το καναπουτσαρ του, κρεμασμένο στον τοίχο της. Θυμόταν επίσης ότι κάποτε είχε δει ένα καναπουτσάρ με τα αρχικά ΚΡΦ σκαλισμένα στο θηκάρι του αλλα΄δε θυμόταν που…



«Πολυχρονεμένη Μεγάλη Αρχόντισσα…»
«Ας αφήσουμε τις επισημότητες Τεν», είπε η Μουλίν. «Βλέπω ήρθες με παρέα», έδειξε τον ηλιοκαμένο άντρα που περίμενε δίπλα στην είσοδο. Την προσοχή της τράβηξε ο μανδύας του άγνωστου, γεμάτος κεντημένα χρυσά ραμόνια καθώς και το ολογραφικό σαρίκι του. Απέπνεε μια κομψότητα όλο εξωτiκή επιτήδευση που σπάνια έβρισκες στα μέρη της Νομανσλάνδης.
«Ο Μουσλίμ Μπράδεργουντ, παιδικός φίλος από το σχολείο», εξήγησε ο Τεν Μπακς. «Και εκπρόσωπος των Ροβιολιστών στη Νομανσλάνδη».
«Γνωριζόμαστε», είπε χαμογελώντας ο Μουσλίμ. «Είχαμε γνωριστεί στο ετησιο κυνήγι του ραμονιού που οργανώνει η βασίλισσα των Σπέιντς».
«Μα τον Ερμή Τρισμεζίστ! Κύριε Μπράδεργουντ δεν σας αναγνώρισα χωρίς τη στολή βουβαλασίας! Ελάτε, ελάτε κι εσείς να ακούσετε το πρόβλημά μας. Ίσως μπορείτε να βοηθήσετε στο σχέδιό μας»
……………………………………………………
Στη φυλακή ο λόρδος Κράουν βλαστημούσε την ατυχία του. Πώς να καταστρώσει απόδραση με έναν επιπόλαιο σκηνοθέτη, έναν μουσικό μισοτρελλαμένο από το φόβο του, έναν εμπρηστή, τον Ρήτζεντ το ρεζίλι του συντάγματος και τον ημιαόρατο άνθρωπο, που ακόμα δεν είχαν καταφέρει να δουν;
Στο βάθος του κελλιού ο Ρήτζεντ αναστέναζε βαριά για τη μοίρα του και τραγουδούσε ένα παλιό σουξέ της Νομανσλάνδης, συνθεση του Μποχεμιάν που ακούγοντάς το ξέσπασε σε ηχηρούς λυγμούς:
Αι βουβαλάκι πετάς, κύκλους κάνεις γελάς, μεθυσμένο
Αι βουβαλάκι ι πετάς, πες μου πότε θα ‘ρθείς, περιμένω
Ο πρίγκιπας Ρητζεντ δεν άντεχε να ακούει άλλο το κλάμα του Μποχεμιάν κι άρχισε να ψιθυρίζει ένα εμβατήριο απο τα χρόνια της διαγαλαξιακής στρατιωτικής σχολής
Να βγάλω το καναπουτσάρ, να πολεμάω
Στα Υδρογονανθρακί σιμά και στη Λιμέρα πλάι
Να πετσοκόβω Τσαλντεάνους
Και Ταγιστές και Παπουνάνους
Στης Ζωντανίνας τα βουνά
Στάχτη θα γίνεις Άπωνα.
Ο Λόρδος Κράουν άρχισε να σκέφτεται την αυτοκτονία σαν μια κάποια λύση.

Η Οροσειρά των Υδρογονανθρακών

Εκτείνεται κατά μήκος των (δεν αποφάσισα ακομα: νοτιο ή βορειο)δυτικών συνόρων της χώρας με την εχθρική Απονία και αποτελείται από εκατόν δέκα επτά όρη, λόφους και λοφίσκους. Η πλειονότης των πετρωμάτων είναι χρώματος ροζ, ακόμα και τα δάση της οροσειράς αποτελούνται από κουτσουπιές, οι οποίες έχουν ροζ άνθη κατά την περίοδο της ανθοφορίας τους. (Σ.τ.Σ. Οποιος έχει περάσει από το Μπράλο θα έχει δει παρόμοια δέντρα).
Στην οροσειρά αυτή υπάρχουν ένα σωρό χωριά και χωριουδάκια, όπου χορεύεται ο χορός “τουρμπόν με πορτοκάλι” ως εξής: οι χορευτές, ντυμένοι στα ροζ, χορεύουν αντικρυστά και πετούν ο ένας στον άλλον πορτοκάλια. (Σ.τ.Σ. Τα πορτοκάλια τα φέρνουν από την παραθαλάσσια πόλη Βνουράπ, φημισμένη για τα επεριδοειδή της).
Οι κάτοικοι των χωριών των Υδρογονανθρακών δεν έχουν τίποτα να καλλιεργήσουν, δεδομένου του άγονου εδάφους, όπου μόνον κουτσουπιές ευδοκιμούν. Κερδίζουν όμως πρά ταύτα ένα σοβαρό εισόδημα από τις εξαγωγές πρες-παπιέ από ροζ πέτρωμα, δηλαδή, οι κάτοικοι είναι καλλιτέχνες, γλύπτες ως επί το πλείστον.
Ο κύριος Κρισέικς γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο χωριό που βρίσκεται στο ύψος της διάστιξης (μου διαφεύγει το όνομά του) και κατέβηκε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Βνουράπ όταν ήδη είχε εμποτιστεί με τη λατρεία του ροζ, οπότε, διατηρεί τις συνήθειες της ιδιαίτερης πατρίδας του όσον αφορά το ντύσιμο και τη διατροφή του: Φοράει πάντα ροζ κουστούμια και γραββάτες και τρέφεται με ροζ σολωμό, αστακομακαρονάδες και γαριδοσαλάτες, καθώς επίσης λατρεύει τα αυγά ποσέ με ροζ σάλτσα, το ροζ μαλλί της γριάς και τα πτι-φουρ με ροζ γλάσσο. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για εκκεντρικότητα αλλά για απλή διατήρηση των παραδόσεων του τόπου του.
Οι Υδρογονανθρακοί είναι ένα πανόραμα όταν χαράζει η αυγή, όπου γίνονται ολορόδινοι. Εκεί άλλωστε βασίζεται η τουριστική ανάπτυξη, με το ρεύμα των τουριστών να κατακλύζει τις πλαγιές κάθε πρωί με την αυγούλα. Ακόμα και Άπονες έρχονται με φωτογραφικές μηχανές και βιντεοκάμερες να απαθανατίσουν το εκτυφλωτικό θέαμα. Η εξαγωγή καρτ-ποστάλ φέρνει επίσης ένα καλό εισόδημα στην περιοχή, η οποία αρνήθηκε να υποταχθεί στα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα και να ενταχθεί στον Καλλικράτη μαζί με τμήμα της ενδοχώρας, του και “ψωρονομανσλάνη” καλούμενου.